του Yazan al-Saadi
(το αυθεντικό αγγλικό άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2014
Μετάφραση: Δημήτριος Μιμίδης)
Πολλές από τις ζοφερές και ομιχλώδεις συνθήκες της Σιωνιστικής εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων στα τέλη της δεκαετίας του 1940 έχουν εκτεθεί σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Μια πτυχή -που σπανίως ερευνάται ή συζητιέται σε βάθος- είναι ο εγκλεισμός χιλιάδων Παλαιστινίων αμάχων σε τουλάχιστον 22 Σιωνιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας που υπήρχαν από το 1948 έως το 1955. Τώρα, περισσότερα είναι γνωστά σχετικά με το περίγραμμα αυτού του ιστορικού εγκλήματος, λόγω της ολοκληρωμένης έρευνας από τον διάσημο Παλαιστίνιο Ιστορικό Salman Abu Sitta και το ιδρυτικό μέλος του Παλαιστινιακού κέντρου πόρων BADIL, Terry Rempel.
Αυτά είναι τα γεγονότα.
Η μελέτη -που θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος της Εφημερίδας Παλαιστινιακών Σπουδών– βασίζεται σε σχεδόν 500 σελίδες εκθέσεων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) που συντάχθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου του 1948, που αποχαρακτηρίστηκαν και δόθηκαν στη διάθεση του κοινού το 1996 και ανακαλύφθηκαν τυχαία από έναν από τους συγγραφείς το 1999.
Επιπλέον, μαρτυρίες από 22 πρώην κρατουμένους Παλαιστίνιους αμάχους από αυτά τα στρατόπεδα συλλέχθηκαν από τους συγγραφείς, μέσα από συνεντεύξεις που διενήργησαν οι ίδιοι το 2002, ή τεκμηριώθηκαν από άλλους σε άλλες χρονικές στιγμές.
Με αυτές τις πηγές πληροφόρησης, οι συγγραφείς, όπως ανέφεραν, δημιουργείται μια σαφέστερη εικόνα της ιστορίας για το πώς το Ισραήλ συλλάμβανε και φυλάκιζε “χιλιάδες Παλαιστινίων αμάχων σε καταναγκαστικά έργα”, και τους εκμεταλλεύονταν “για να στηρίξουν την οικονομία κατά την διάρκεια του πολέμου”.
Ανασύροντας τα εγκλήματα
“Ήρθα σε επαφή μ’ αυτό το κομμάτι της ιστορίας στη δεκαετία του 1990, όταν συνέλεγα υλικό και έγγραφα για το Παλαιστινιακό”, δήλωσε ο Abu Sitta στο αγγλόφωνο μέσο Al-Akhbar. “Όσο περισσότερο σκάβετε, τόσο περισσότερο θα βρείτε ότι υπάρχουν εγκλήματα που πραγματοποιήθηκαν αλλά δεν δηλώθηκαν και δεν έγιναν γνωστά”.
Εκείνη την εποχή, ο Abu Sitta πήγε στη Γενεύη για μια εβδομάδα για να ελέγξει τα αρχεία που πρόσφατα είχε ανοίξει η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC). Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αρχεία άνοιξαν για το κοινό μετά από τις κατηγορίες ότι η ICRC τάχθηκε στο πλευρό των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν μια ευκαιρία που δεν θα μπορούσε να χάσει από την άποψη του να δει τα γεγονότα που είχε καταγράψει η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού, που συνέβησαν στην Παλαιστίνη το 1948. Ήταν εκεί που σκόνταψε επάνω σε αρχεία διαβουλεύσεων για την ύπαρξη πέντε στρατοπέδων συγκέντρωσης που διευθύνονταν από τους Ισραηλινούς.
Στη συνέχεια αποφάσισε να ψάξει για μάρτυρες ή πρώην κρατουμένους, να πάρει συνεντεύξεις Παλαιστινίων στην κατεχόμενη Παλαιστίνη, στην Συρία και στην Ιορδανία.
“Όλοι περιέγραψαν την ίδια ιστορία και την πραγματική τους εμπειρία σε αυτά τα στρατόπεδα”, είπε.
Ένα ερώτημα που τον βασάνισε αμέσως ήταν το γιατί δεν υπήρχε σχεδόν καμία αναφορά στην ιστορία γι’ αυτά τα στρατόπεδα, ιδιαίτερα όταν έγινε ξεκάθαρο όσο περισότερο ερευνούσε ότι υπήρχαν, και ήταν περισσότερα από μόλις πέντε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
“Πολλοί Παλαιστίνιοι πρώην κρατούμενοι αντιμετώπιζαν το Ισραήλ ως ένα φαύλο εχθρό, κι έτσι σκέφτηκαν ότι η εμπειρία της δουλειάς σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την άλλη μεγαλύτερη τραγωδία της Νάκμπα. Η Νάκμπα επισκίαζε τα πάντα”, εξήγησε ο Abu Sitta.
“Ωστόσο, σκάβοντας στην περίοδο 1948-1955, βρήκα περισσότερες αναφορές όπως του Mohammed Nimr al-Khatib, που ήταν ιμάμης στη Χάιφα, ο οποίος είχε πάρει συνεντεύξεις από κάποιον από την οικογένεια Αl-Yahya που ήταν σε ένα από τα στρατόπεδα. Ήμουν σε θέση να αναζητήσω αυτόν τον άνθρωπο μέχρι την Καλιφόρνια και να μιλήσω μαζί του το 2002”, πρόσθεσε.
Τελικά, περισσότερες αναφορές ανακαλύφθηκαν σταδιακά από τον Abu Sitta που περιείχαν πληροφορίες από μια Εβραία γυναίκα ονόματι Janoud, στην μία και μοναδική διατριβή πάνω στο θέμα στο εβραϊκό Πανεπιστήμιο, και οι προσωπικοί λογαριασμοί του Οικονομολόγου Yusif Sayigh, βοήθησαν στην περαιτέρω εμβάθυνση αναφορικά με το μέγεθος και την φύση αυτών των στρατοπέδων.
Μετά από μια δεκαετία και πλέον, ο Abu Sitta, με συνεργάτη και συν-συγγραφέα τον Rempel, τελικά παρουσιάζουν τα ευρήματά τους στο κοινό.
Από την επιβάρυνση στην ευκαιρία: στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας
Η ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης και εργασίας εμφανίστηκε μετά τη μονομερή ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ τον Μάιο του 1948.
Πριν το γεγονός, ο αριθμός των Παλαιστινίων αιχμαλώτων στα Σιωνιστικά χέρια ήταν αρκετά χαμηλός, διότι, όπως αναφέρει η μελέτη, “η Σιωνιστική ηγεσία κατέληξε σχετικά νωρίς ότι η βίαιη εκδίωξη του άμαχου πληθυσμού ήταν ο μόνος τρόπος για τη δημιουργία ενός Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, με μια αρκετά μεγάλη Εβραϊκή πλειοψηφία, να είναι «βιώσιμη»”. Με άλλα λόγια, για τους Σιωνιστές στρατηγούς, οι κρατούμενοι ήταν ένα βάρος στις αρχικές φάσεις της εθνοκάθαρσης.
Αυτοί οι υπολογισμοί άλλαξαν με την διακήρυξη του Ισραηλινού κράτους και την εμπλοκή των στρατευμάτων της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράκ και της Υπεριορδανίας, αφού ένα μεγάλο μέρος της εθνοκάθαρσης είχε ήδη συμβεί. Από εκείνη την στιγμή, “οι Ισραηλινές δυνάμεις άρχισαν να κρατούν αιχμαλώτους, τόσο Άραβες στρατιώτες (για ενδεχόμενη ανταλλαγή) και -επιλεκτικά- αρτιμελείς Παλαιστίνιους αμάχους”.
Το πρώτο στρατόπεδο ήταν στο Ijlil, το οποίο ήταν περίπου 13 χλμ. βορειοανατολικά της Χάιφα, στο χώρο του κατεστραμμένου Παλαιστινιακού χωριού al-Iklil Qibla, που άδειασε από τους κατοίκους του, στις αρχές Απριλίου. Το Ijlil αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από σκηνές, στεγάζοντας εκατοντάδες κρατούμενους, ταξινομημένοι ως αιχμάλωτοι πολέμου από τους Ισραηλινούς, περιβαλλόμενοι από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, παρατηρητήρια και μια πύλη με φρουρούς.
Καθώς μεγάλωναν οι Ισραηλινές κατακτήσεις και ακολούθως γιγάντωνε και ο αριθμός των κρατουμένων, τρία ακόμη στρατόπεδα ιδρύθηκαν. Αυτά είναι τα τέσσερα «επίσημα» στρατόπεδα που οι Ισραηλινοί ομολόγησαν και επισκέψεις πραγματοποιήθηκαν σε αυτά από την Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC).
Η μελέτη επισημαίνει:
Και τα τέσσερα στρατόπεδα ήταν είτε πάνω είτε παρακείμενα σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις που είχαν συσταθεί από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την ταφή Γερμανών, Ιταλών και άλλων αιχμαλώτων πολέμου. Δύο από τα στρατόπεδα -το Atlit, που ιδρύθηκε τον Ιούλιο, περίπου 20 χλμ. νότια της Χάιφα και το Sarafand, που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο κοντά στο αποδεκατισμένο χωριό Sarafand al-Amar στην κεντρική Παλαιστίνη- είχαν προηγουμένως χρησιμοποιηθεί στη δεκαετία του 1930 και του 1940 για κράτηση παράνομων Εβραίων μεταναστών.
Το Atlit ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στρατόπεδο μετά το Ijlil, είχε χωρητικότητα μέχρι και 2900 κρατουμένων, ενώ το Sarafand είχε ως μέγιστη χωρητικότητα τους 1800, και το Tel Letwinksy, κοντά στο Τel Aviv, διατηρούσε περισσότερους από 1000.
Και τα τέσσερα στρατόπεδα διαχειρίζονταν από “πρώην Βρετανούς αξιωματικούς που είχαν αποστατήσει από τις τάξεις τους, όταν οι βρετανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την Παλαιστίνη στα μέσα Μαΐου του 1948”, και οι φρουροί του στρατοπέδου και το διοικητικό προσωπικό ήταν πρώην μέλη του Irgun και του Stern Gang – και οι δύο ομάδες χαρακτηρίζονταν ως τρομοκρατικές οργανώσεις από τους Βρετανούς πριν από την αναχώρησή τους. Συνολικά, τα τέσσερα “επίσημα” στρατόπεδα στελεχώθηκαν από 973 στρατιώτες.
Ένα πέμπτο στρατόπεδο, που ονομάζεται Umm Khalid, ιδρύθηκε σε μια περιοχή ενός άλλου βιαίως ερημωμένου χωριού κοντά στον Σιωνιστικό οικισμό της Netanya, και διέθετε έναν επίσημο αριθμό (κρατουμένων) στα αρχεία, αλλά ποτέ δεν αναφέρθηκε ως «επίσημο». Είχε χωρητικότητα 1500 κρατουμένων. Σε αντίθεση με τα άλλα τέσσερα στρατόπεδα, το Umm Khalid θα ήταν “το πρώτο στρατόπεδο που είχε συσταθεί αποκλειστικά ως στρατόπεδο εργασίας” και ήταν “το πρώτο από τα «αναγνωρισμένα» στρατόπεδα για να κλείσει … μέχρι το τέλος του 1948.”
Συμπληρώνοντας αυτά τα πέντε «αναγνωρισμένα» στρατόπεδα, ήταν τουλάχιστον άλλα 17 «μη αναγνωρισμένα στρατόπεδα» που δεν αναφέρθηκαν στις επίσημες πηγές, αλλά οι συγγραφείς τα ανακάλυψαν μέσα από πολλαπλές μαρτυρίες κρατουμένων.
“Πολλά από αυτά τα στρατόπεδα”, σημειώνουν οι συγγραφείς, “ήταν προφανώς αυτοσχέδια ή ad hoc (ειδικού σκοπού κι εκτός κανόνων), που συχνά αποτελούνταν όχι περισσότερο από ένα αστυνομικό τμήμα, ένα σχολείο, ή το σπίτι ενός χωριού αξιοσημείωτου”, με εκμετάλλευση δυνατοτήτων που κυμαίνονταν από μερικές δεκάδες κρατουμένων έως 200.
Τα περισσότερα από τα στρατόπεδα, επίσημα και ανεπίσημα, βρίσκονταν εντός των συνόρων που ο ΟΗΕ είχε σχεδιάσει για το Εβραϊκό κράτος, ”ωστόσο τουλάχιστον τέσσερα (ανεπίσημα στρατόπεδα) – το Beersheba, το Julis, το Bayt Daras, και το Bayt Nabala – ήταν στο πλαίσιο του ΟΗΕ εκχωρημένα στο Αραβικό κράτος και το ένα ήταν μέσα στην Ιερουσαλήμ ως “corpus separatum” (ξεχωριστό σώμα – που δεν ανήκε σε κανέναν).
“Η κατάσταση των αμάχων αιχμαλώτων ήταν «απολύτως συγκεχυμένη» με αυτή των αιχμαλώτων πολέμου, και … οι Εβραϊκές Αρχές αντιμετώπιζαν όλους τους Άραβες μεταξύ των ηλικιών 16 και 55 ως πολεμιστές και τους φυλάκιζαν ως αιχμαλώτους πολέμου”. – έκθεση της ICRC, 1948.
Ο αριθμός των Παλαιστινίων αμάχων κρατουμένων “ξεπέρασε κατά πολύ” τον αριθμό των Αράβων στρατιωτών του τακτικού στρατού ή των αιχμαλώτων πολέμου. Παραθέτοντας την μηνιαία έκθεση του Ιουλίου του 1948 που πραγματοποίησε η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής της αποστολής τον Jacques de Reynier, η μελέτη αναφέρει πως ο de Reynier σημείωσε, “ότι η κατάσταση των αμάχων αιχμαλώτων ήταν «απολύτως συγκεχυμένη» με αυτή των αιχμαλώτων πολέμου”, και ότι “οι Εβραϊκές Αρχές αντιμετώπιζαν όλους τους Άραβες μεταξύ των ηλικιών 16 και 55 ως πολεμιστές και τους φυλάκιζαν ως αιχμαλώτους πολέμου”. Επιπλέον, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού βρήκε μεταξύ των κρατουμένων στα επίσημα στρατόπεδα, ότι 90 από τους κρατούμενους ήταν ηλικιωμένοι άνδρες και 77 ήταν αγόρια, ηλικίας 15 ετών ή μικρότερα.
Η μελέτη επισημαίνει τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού Emile Moeri, τον Ιανουάριο του 1949, για τους τρόφιμους των στρατοπέδων κράτησης:
Είναι οδυνηρό να βλέπεις αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους, κυρίως ηλικιωμένους, τους οποίους άρπαξαν από τα χωριά τους και τους έβαλαν χωρίς λόγο σε ένα στρατόπεδο, υποχρεωμένοι να περάσουν τον χειμώνα σε υγρές σκηνές, μακριά από τις οικογένειές τους. Όσοι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σ’ αυτές τις συνθήκες, απεβίωσαν. Τα μικρά παιδιά (10-12 ετών) εξίσου βρέθηκαν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ομοίως άρρωστοι άνθρωποι, μερικοί από φυματίωση, μαραζώνουν σε αυτούς τους καταυλισμούς υπό συνθήκες που, ενώ είναι εντάξει για υγιή άτομα, ασφαλώς θα οδηγήσουν στο θάνατό τους αν δεν βρούμε μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα. Για πολύ καιρό έχουμε απαιτήσει από τις Εβραϊκές Αρχές να ελευθερώσουν αυτούς τους πολίτες που είναι άρρωστοι και χρειάζονται θεραπεία με τη φροντίδα της οικογένειάς τους ή σε κάποιο Αραβικό νοσοκομείο, αλλά δεν έχουμε λάβει απάντηση.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, “δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον συνολικό αριθμό των Παλαιστινίων αμάχων που κρατούνταν από το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου 1948 – 1949” και οι εκτιμήσεις τείνουν να μην αντιπροσωπεύουν τα «ανεπίσημα» στρατόπεδα, εκτός από τη συχνή μετακίνηση των κρατουμένων μεταξύ των ενεργών στρατοπέδων. Στα τέσσερα «επίσημα» στρατόπεδα, ο αριθμός των Παλαιστινίων κρατουμένων δεν ξεπέρασε ποτέ τους 5000, σύμφωνα με τα στοιχεία των Iσραηλινών αρχείων.
Σε γενικές γραμμές, οι συνθήκες διαβίωσης στα «επίσημα» στρατόπεδα ήταν πολύ χειρότερες από ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο από το διεθνές δίκαιο εκείνη την εποχή. Ο Moeri, ο οποίος επισκέπτονταν τους καταυλισμούς συνεχώς, ανέφερε για το Ijlil τον Νοέμβριο του 1948: ”πολλές σκηνές είναι σκισμένες, ότι το στρατόπεδο «δεν είναι έτοιμο για τον χειμώνα», οι τουαλέτες είναι χωρίς σκεπή, καθώς και ότι το κυλικείο δεν λειτουργεί για δύο εβδομάδες”. Αναφερόμενος σε μια προφανώς συνεχιζόμενη κατάσταση, δήλωσε ότι “οι καρποί είναι ακόμα σκάρτοι, το κρέας είναι κακής ποιότητας και τα λαχανικά δεν επαρκούν”.
Επιπλέον, ο Moeri ανέφερε ό,τι είδε με τα μάτια του,«τις πληγές που είχε αφήσει η κακοποίηση της προηγούμενης εβδομάδας, όταν οι φύλακες άνοιξαν πυρ κατά των κρατουμένων, τραυματίζοντας έναν, και χτυπώντας έναν άλλο.”
Όπως δείχνει η μελέτη, το πολιτικό καθεστώς της πλειονότητας των κρατουμένων ήταν σαφές για τους εκπροσώπους της ICRC στη χώρα, οι οποίοι ανέφεραν ότι οι άνδρες που κρατούνταν “αναμφίβολα δεν ήταν ποτέ μέρος ενός κανονικού στρατού”. Τους κρατούμενους που ήταν πολεμιστές, η μελέτη εξηγεί, “ως συνήθως τους πυροβολούσαν με το πρόσχημα ότι είχαν προσπαθήσει να δραπετεύσουν”.
Οι Ισραηλινές δυνάμεις φαίνεται να στόχευαν πάντα αρτιμελείς άνδρες, αφήνοντας πίσω τις γυναίκες, τα παιδιά, τους ηλικιωμένους -όταν δεν τους έσφαζαν- και η πολιτική αυτή συνεχίστηκε ακόμη και όταν μετέπειτα υπήρχαν χαμηλά επίπεδα στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Συνολικά, όπως τα Ισραηλινά αρχεία δείχνουν και η μελέτη αναφέρει, “Παλαιστίνιοι άμαχοι αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία (82%) των 5950 που αναφέρονταν ως έγκλειστοι στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, ενώ μόνο οι Παλαιστίνιοι (πολίτες συν στρατιώτες) αποτελούσαν το 85%”.
Η απαγωγή ευρείας κλίμακας και φυλάκιση των Παλαιστινίων πολιτών τείνουν να αντιστοιχούν με τις Ισραηλινές στρατιωτικές εκστρατείες. Για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα μεγάλα μαντρώματα παρουσιάστηκε κατά την επιχείρηση Danj, όταν 60-70.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τις κεντρικές πόλεις Lydda και Ramleh. Την ίδια στιγμή, μεταξύ του ενός πέμπτου και του ενός τετάρτου του ανδρικού πληθυσμού από αυτές τις δύο πόλεις που ήταν ηλικίας άνω των 15 ετών εστάλησαν σε στρατόπεδα.
Το μεγαλύτερο μάντρωμα των αμάχων ήρθε από τα χωριά της κεντρικής Γαλιλαίας που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Hiram, το Φθινόπωρο του 1948.
Ένας Παλαιστίνιος επιζών, ο Moussa, περιέγραψε στους συγγραφείς όσα είδε εκείνη την εποχή.
”Μας πήραν από όλα τα τριγύρω χωριά: al-Bi’na, Deir al-Asad, Nahaf, al-Rama, και Eilabun. Πήραν τέσσερις νέους άνδρες και τους σκότωσαν πυροβολώντας τους … Μας οδήγησαν με τα πόδια. Έκανε ζέστη. Δεν επιτρεπόταν να πιούμε το οτιδήποτε. Μας πήραν στο (παλαιστινιακό χωριό Δρούζων) al-Maghar, μετά στον (Εβραϊκό οικισμό) Nahalal, στη συνέχεια στο Atlit.
Μια έκθεση του ΟΗΕ της 16ης του Νοέμβρη του 1948 συνήργησε για λογαριασμό του Moussa, αναφέροντας ότι περίπου 500 Παλαιστίνιοι άντρες “μεταφέρθηκαν με εξαναγκαστική πορεία σε ένα Εβραϊκό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Nahlal”.
Διατηρώντας την οικονομία του Ισραήλ με “εργασία σκλάβων”
Η πολιτική της στόχευσης αμάχων, ιδίως «αρτιμελών» ανδρών, δεν ήταν τυχαία, σύμφωνα με τη μελέτη. Αναφέρει, “με δεκάδες χιλιάδες Εβραίων ανδρών και γυναικών, που κάλεσαν για την στρατιωτική τους θητεία, οι άμαχοι Παλαιστίνιοι αιχμάλωτοι αποτέλεσαν σημαντικό συμπλήρωμα στην Εβραϊκή πολιτική απασχόλησης δυναμικού στο πλαίσιο της νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης για τη διατήρηση της Ισραηλινής οικονομίας», την οποία ακόμη και η αντιπροσωπεία της ICRC είχε σημειώσει στις εκθέσεις της.
Οι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν δημόσιες και στρατιωτικές εργασίες, όπως αποξήρανση υγροτόπων, να εργάζονται ως υπηρέτες, να συλλέγουν και να μεταφέρουν τις περιουσίες που λεηλάτησαν οι πρόσφυγες, να μετακινούν πέτρες από κατεδαφισμένα σπίτια Παλαιστινίων, να ανοίγουν δρόμους, να σκάβουν χαρακώματα στρατιωτικών, να θάβουν νεκρούς και πολλά άλλα.
Όπως ένας Παλαιστίνιος πρώην κρατούμενος ονόματι Habib Mohammed Ali Jarada περιέγραψε στη μελέτη, “υπό την απειλή όπλου, εξαναγκαζόμουν να εργάζομαι όλη την ημέρα. Τη νύχτα, κοιμόμασταν σε σκηνές. Τον χειμώνα, το νερό έρεε κάτω από τα κρεβάτια μας, που ήταν φτιαγμένα από ξερά φύλλα, χάρτινα κουτιά και κομμάτια ξύλων”.
Ένας άλλος κρατούμενος στο Umm Khalid, ο Marwan Iqab al-Yehiya είπε σε μια συνέντευξη με τους συγγραφείς, “Έπρεπε να κόβουμε και να μεταφέρουμε πέτρες όλη την ημέρα (σε λατομείο). Τροφή μας καθημερινά ήταν μόνο μία πατάτα το πρωί και μισό αποξηραμένο ψάρι τη νύχτα. Χτυπούσαν όποιον δεν υπάκουγε στις διαταγές”. Αυτή η δουλειά συμπληρώνονταν με διάσπαρτες πράξεις ταπείνωσης από τους Ισραηλινούς φρουρούς, καθώς ο Yehiya μιλά για φυλακισμένους που “παρατάσσονταν και διατάσσονταν να γδυθούν ως τιμωρία για την απόδραση δύο κρατουμένων τη νύχτα”.
“(Εβραίοι) Ενήλικες και παιδιά έρχονταν από τα κοντινά κιμπούτς (εβραϊκά κοινόβια) για να μας δουν παραταγμένους και γυμνούς για να γελάσουν. Για εμάς αυτό ήταν το πιο εξευτελιστικό”, πρόσθεσε.
Οι κακομεταχειρίσεις από τους Ισραηλινούς φρουρούς ήταν συστηματικές και διαδεδομένες στα στρατόπεδα, που κατά κύριο λόγο κατευθύνονταν προς τους χωρικούς, τους αγρότες και γενικά στην κατώτερη τάξη των Παλαιστινίων. Αυτό γινόταν, αναφέρει η μελέτη, επειδή οι μορφωμένοι κρατούμενοι “γνώριζαν τα δικαιώματά τους και είχαν την αυτοπεποίθηση να αμφισβητούν με σθένος τους απαγωγείς τους”.
Αυτό που επίσης επισημαίνεται ιδιαίτερα στην μελέτη αυτή είναι το πως οι ιδεολογικές συγγένειες μεταξύ των κρατουμένων και των δεσμοφυλάκων τους είχαν άλλα αποτελέσματα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ τους.
Επικαλούμαστε την μαρτυρία του Kamal Ghattas, ο οποίος συνελήφθη κατά την διάρκεια της Ισραηλινής επίθεσης στη Γαλιλαία, ο οποίος είπε:
Είχαμε μια μάχη με τους δεσμοφύλακές μας. Τετρακόσιοι από εμάς αντιμετωπίσαμε 100 στρατιώτες. Έφεραν ενισχύσεις. Τρεις από τους φίλους μου και εμένα, μας έβαλαν σε ένα κελί. Απείλησαν να μας πυροβολήσουν. Όλη τη νύχτα τραγουδούσαμε τον ύμνο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μας μετέφεραν στο στρατόπεδο Umm Khaled. Οι Ισραηλινοί φοβούνταν για την εικόνα τους στην Ευρώπη. Η επαφή μας με την Κεντρική Επιτροπή μας και το Mapam (Σοσιαλιστικό Ισραηλινό Κόμμα) μας έσωσε. … Γνώρισα έναν Ρώσο αξιωματικό και του είπα ότι μας πήραν από τα σπίτια μας, ωστόσο ήμασταν άμαχοι, πράγμα που ήταν ενάντια στην Σύμβαση της Γενεύης. Όταν κατάλαβε ότι ήμουν κομμουνιστής, με αγκάλιασε και είπε: “Σύντροφε, έχω δύο αδέλφια στον Κόκκινο Στρατό. Ζήτω ο Στάλιν. Ζήτω η Μητέρα Ρωσία”.
Ωστόσο, οι λιγότερο τυχεροί Παλαιστίνιοι αντιμετώπιζαν πράξεις βίας που περιλάμβαναν αυθαίρετες εκτελέσεις και βασανιστήρια, χωρίς προσφυγή. Οι εκτελέσεις ήταν πάντα στην υπερασπιστική γραμμή της αποτροπής «απόπειρας απόδρασης» – πραγματικής ή προσχηματικής από τους φρουρούς.
Τελικά, μέχρι το τέλος του 1949, οι Παλαιστίνιοι κρατούμενοι απελευθερώνονται σταδιακά μετά από την ισχυρή άσκηση πίεσης από τη Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού και άλλες οργανώσεις, αλλά οι απελευθερώσεις ήταν περιορισμένης κλίμακας και πολύ επικεντρωμένες σε ειδικές περιπτώσεις. Κρατούμενοι των Αραβικών στρατών αφέθηκαν στις ανταλλαγές αιχμαλώτων, αλλά οι Παλαιστίνίοι κρατούμενοι μονομερώς εξωθήθηκαν κατά μήκος της γραμμής ανακωχής χωρίς τρόφιμα, προμήθειες ή καταφύγιο, και τους είπαν να περπατήσουν και να μην επιστρέψουν ποτέ.
Δεν θα ήταν πριν το 1955 που το μεγαλύτερο μέρος των Παλαιστινίων αμάχων κρατουμένων θα απελευθερώνονταν επιτέλους.
Η σημασία αυτής της μελέτης είναι πολύπλευρη. Δεν αποκάλυψε μόνο τις πολυάριθμες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και τις συμβάσεις της εποχής, όπως οι κανονισμοί της Χάγης του 1907 και οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1929, αλλά δείχνει επίσης πώς το γεγονός διαμόρφωσε την Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ICRC) μακροπρόθεσμα.
Επειδή η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν φιλοπόλεμο Ισραηλινό δράστη που ήταν απρόθυμος να ακούσει και να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο και τις συμβάσεις,η ίδια η ICRC έπρεπε να προσαρμοστεί σε ό,τι θεωρούσε ως πρακτικούς τρόπους για να συμβάλει ώστε να διασφαλιστεί ότι οι Παλαιστίνιοι κρατούμενοι προστατεύονταν κάτω από τα βασικά δικαιώματα.
Επικαλούμενοι την τελική του έκθεση, η μελέτη του de Reynier, αναφέρει:
Η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού διαμαρτυρήθηκε πολλές φορές επιβεβαιώνοντας το δικαίωμα αυτών των πολιτών να απολαμβάνουν την ελευθερία τους, εκτός αν κριθούν ένοχοι από δικαστήριο. Αλλά έχουμε αποδεχθεί σιωπηρά το καθεστώς αιχμαλώτων τους διότι με αυτόν τον τρόπο θα απολαμβάνουν τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δεν ήταν στα στρατόπεδα, θα είχαν αποβληθεί (σε μια Αραβική χώρα) και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα οδηγούνταν, χωρίς πόρους, στη μίζερη ζωή των προσφύγων.
Τελικά, η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού και οι άλλες οργανώσεις ήταν απλά αναποτελεσματικές καθώς το Ισραήλ αγνόησε τις καταδίκες με ασυδοσία, με την συμβολή και την διπλωματική κάλυψη από τις μεγάλες Δυτικές δυνάμεις.
Το πιο σημαντικό, η μελέτη ρίχνει περισσότερο φως σχετικά με την έκταση των εγκλημάτων του Ισραήλ κατά τη διάρκεια της βάναυσης και αιματηρής γέννησής του. Και “έχουν ακόμη πολλά να ειπωθούν”, όπως σημειώνεται στην κατακλείδα της μελέτης.
“Είναι εκπληκτικό για μένα, και για πολλούς Ευρωπαίους, οι οποίοι έχουν δει τις αποδείξεις μου”, είπε ο Abu Sitta, ”ότι ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας άνοιξε στην Παλαιστίνη τρία χρόνια μετά το κλείσιμό τους στη Γερμανία, και διοικούνταν από πρώην κρατούμενους – υπήρχαν και Γερμανοεβραίοι φύλακες”. Η μελέτη δείχνει ουσιαστικά τις βάσεις και αρχές της Ισραηλινής πολιτικής έναντι των αμάχων Παλαιστινίων που έρχεται με τη μορφή της απαγωγής, σύλληψης και αιχμαλωσίας.
“Αυτή είναι μια κακή αντανάκλαση του ανθρώπινου πνεύματος, όπου οι καταπιεσμένοι αντιγράφουν έναν καταπιεστή εναντίον αθώων ζωών”, πρόσθεσε.
Η μελέτη δείχνει ουσιαστικά τις βάσεις και αρχές της Ισραηλινής πολιτικής έναντι των αμάχων Παλαιστινίων που έρχεται με τη μορφή της απαγωγής, σύλληψης και αιχμαλωσίας. Αυτή η εγκληματικότητα συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Κάποιος πρέπει απλώς να διαβάσει τις εκθέσεις σχετικά με τους εκατοντάδες Παλαιστίνιους που συνελήφθησαν πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα μέσα στο καλοκαίρι του τρέχοντος έτους.
“Η Γάζα σήμερα είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν διαφέρει σε τίποτα από ό,τι στο παρελθόν”, κατέληξε στο συμπέρασμα ο Abu Sitta στο αγγλόφωνο Al-Akhbar.
Πηγή:
No comments:
Post a Comment