Tuesday, March 28, 2017

ΕΡΕΥΝΑ...ΥΠΑΤΙΑ, ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΑΝΟΙ

Οἱ «Παραβαλανεῖς»



Οἱ «Παραβολάνοι» ἢ «Παραβαλανεῖς» εἶναι μία πολὺ γνωστὴ Ἀδελφότητα ποὺ ἀναπτύχθηκε καὶ ἔδρασε ἀποκλειστικὰ στὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τὸ ὄνομά της ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες ποὺ τοῦ δόθηκαν. Οἱ περισσότεροι ἐρευνητὲς ὑπέθεσαν ὅτι τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα παραβάλλω καὶ ὅτι ἀποδόθηκε στοὺς «Παραβολάνους» ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι αὐτοὶ παρέβαλλαν τὴν ζωὴ τους μεταξὺ τῶν ἀσθενῶν καὶ μάλιστα τῶν λεπρῶν, θέτοντάς τη σὲ κίνδυνο.

Ἡ ἐρμηνεία αὐτὴ εἶναι λανθασμένη. Οἱ «Παραβαλανεῖς», ὅπως τεκμηριωμένα ἀποδεικνύει ὁ εἰδικὸς μελετητὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἔλαβαν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ ὅτι ἔμεναν δίπλα ἀπὸ ἕνα δημόσιο «βαλανεῖον» (λουτρό). Ἦταν «παρὰ βαλανεῖον».[1] Τὰ βαλανεῖα ἦταν σημαντικὰ οἰκοδομήματα στὶς πόλεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὑπῆρχαν μεγάλα δημόσια βαλανεῖα, ποὺ εἶχαν καὶ ἄλλους χώρους, μάλιστα μεγάλες αἴθουσες γιὰ συζητήσεις. Ὑπῆρχαν εἰδικὰ λουτρὰ (βαλανεῖα) γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Πιθανὸν σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ βαλανεῖο διακονοῦσαν οἱ «Παραβαλανεῖς» καὶ ἐπειδὴ ἔμεναν δίπλα ἀπ᾿ αὐτὸ πῆραν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φράση τὸ ὄνομά τους.
Οἱ «Παραβαλανεῖς» δὲν εἶναι ὅ,τι καλύτερο ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ ἡ ἱστορία τῶν Ἀδελφοτήτων. Ἐδραστηριοποιοῦντο βεβαίως σὲ φιλανθρωπικὰ πρωτίστως ἔργα, ἰδίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν καὶ ἄλλων ἀσθενῶν, καὶ ἀκόμη στὴν ταφὴ ἐγκαταλελειμμένων νεκρῶν, ἐχρησιμοποιοῦντο ὅμως καὶ σὲ ἄλλες ὑπηρεσίες ποὺ δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν φιλανθρωπία καὶ μερικὲς φορὲς ἦταν τελείως ξένες πρὸς τὴν ἀποστολὴ τους.
Ἡ ἐξήγηση δὲν εἶναι ἄγνωστη. Οἱ «Παραβαλανεῖς» ἦταν μὲν αὐτοτελὴς Ἀδελφότητα, εἶχαν ὅμως ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας. Ἀποτελοῦσαν δηλαδὴ ἕνα πρώιμο εἶδος Ἰησουϊτικοῦ ἢ παρομοίου τάγματος, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀναπτύχθηκαν ἀργότερα στὸν χῶρο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν ἄμεσο ἔλεγχο τοῦ πάπα τῆς Ρώμης. Ἦταν ἕνα «Opus Dei» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης στὴν ὑπηρεσία τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας.
Ἡ ἄμεση αὐτὴ ἐξάρτηση σίγουρα δὲν ὠφέλησε οὔτε τοὺς «Παραβαλανεῖς» οὔτε βεβαίως τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξάνδρειας, τὸ ὁποῖο στὸ τέλος χρεώθηκε τὸν ὑπερβολικό – μέχρι φανατισμοῦ – ζῆλο καὶ τὶς ἀκρότητες καὶ βίαιες ἐκδηλώσεις τῶν «Παραβαλανέων», ποὺ φαίνεται νὰ πρωτοστάτησαν καὶ στὸ φόνο τῆς εἰδωλολάτρου φιλοσόφου Ὑπατίας τὸ ἔτος 415.[2]
Εἶναι ἐν προκειμένῳ πολὺ λυπηρὸ τὸ ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν φόνο τῆς Ὑπατίας τὴ χρεώθηκε στὸ τέλος ὁ ἅγιος Πατριάρχης Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὅπως τεκμηριωμένα ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, πρέπει νὰ ἦταν τελείως ἀμέτοχος πρὸς τὸ φρικιαστικὸ αὐτὸ ἔγκλημα.[3]
Ἀλλὰ, ὅπως ἐσημειώσαμε, ἡ ἄμεση ἐξάρτηση τῶν «Παραβαλανέων» ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ γίνει αὐτὴ ἡ διασύνδεση εὐθυνῶν. «Τοῦτο οὐ μικρὸν μῶμον Κυρίλλῳ καὶ τῇ Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίᾳ εἰργάσατο», σημειώνει ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης.[4] (Αὐτό – ὁ φόνος δηλαδὴ τῆς Ὑπατίας – μεγάλο ψεγάδι δημιούργησε στὸν Κύριλλο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας).
Αὐτὸ μάλιστα τὸ θλιβερὸ περιστατικὸ φαίνεται ὑπῆρξε καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία τὸ ἑπόμενο ἔτος (τὸ 416) ἀντιπροσωπεία κατοίκων τῆς Ἀλεξάνδρειας, προφανῶς σταλμένη ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔπαρχο Ἀλεξάνδρειας Ὀρέστη, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐξέφρασε στὸν βασιλέα Θεοδόσιο τὸν νεότερο παράπονα κατὰ τῆς ὀργανώσεως τῶν «Παραβαλανέων». Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐκδώσει ὁ αὐτοκράτορας νόμο στὶς 29 Σεπτεμβρίου τοῦ 416, μὲ τὸν ὁποῖο ἀφαιροῦσε τὴν ἐποπτεία τῶν «Παραβαλανέων» ἀπὸ τὸν Πατριάρχη (ἢ τουλάχιστον τοῦ τὴν περιόριζε) καὶ τὴν ἀνέθετε στὶς πολιτικὲς ἀρχὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας, καὶ ἐπὶ πλέον μείωνε τὸν ἀριθμὸ τῶν «Παραβαλανέων» σὲ 500. Ἀργότερα ὅμως ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας, μὲ νέο νόμο τῆς 3ης Φεβρουαρίου τοῦ 418, αὔξησε τὸν ἀριθμὸ τῶν «Παραβαλανέων» στοὺς 600 καὶ ἐπανέφερε τὴν ὀργάνωση κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀφοῦ, φαίνεται, στὸ μεταξὺ διαφωτίσθηκε ἀντικειμενικότερα καὶ πείσθηκε γιὰ τὴν ἔλλειψη εὐθύνης τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο τῶν ταραχῶν ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.[5]
Ἀργότερα ὡστόσο οἱ «Παραβαλανεῖς» χρησιμοποιήθηκαν καὶ πάλι σὲ βίαια ἔκτροπα ἀπὸ τὸν πατριάρχη Διόσκορο κατὰ τὴ Ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ ἔτος 449, ὅπου σκόρπισαν κυριολεκτικὰ τὸν τρόμο.
Πῶς γινόταν ἡ ἐκλογὴ τῶν μελῶν τῶν «Παραβαλανέων»; Σύμφωνα μὲ τὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα οἱ «Παραβαλανεῖς» ἐξελέγοντο κατὰ τὴν κρίση τοῦ Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας («ex episcopi alexandrini arbitrio fiunt»), ἀπαγορευόταν δὲ νὰ εἶναι ἀξιωματικοὶ ἢ βουλευτές.[6] Ὤφειλαν πάντως νὰ περιποιοῦνται τοὺς ταλαιπωρημένους ἀσθενεῖς καὶ νὰ ὑπακούουν στὶς ἐντολὲς τοῦ πάπα τους («confectorum morbis curam gerere debent eiusque papae jussis obsequi»[7]).
Οἱ τελευταῖες εἰδήσεις γιὰ τοὺς «Παραβαλανεῖς» ἔρχονται ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα.[8] Ἔπειτα μᾶλλον ἐξαφανίζονται.
Χωρὶς νὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀρνηθεῖ ἢ νὰ μειώσει τὸν σημαντικὸ θετικὸ ρόλο τῶν «Παραβαλανέων» στὴ φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα, ὅπου κυριολεκτικὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴ ζωή τους ἀναλαμβάνοντας τὴν περιποίηση λεπρῶν καὶ ἄλλων ἀσθενῶν μὲ ἐπικίνδυνες μεταδοτικὲς ἀσθένειες, ὀφείλουμε ὡστόσο νὰ ἐπισημάνουμε καὶ πάλι τὰ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα ποὺ εἶχε ἡ ἄμεση καὶ πλήρης ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἡ ἐκτροπή τους «οὐ μικρὸν μῶμον Κυρίλλῳ καὶ τῇ Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίᾳ εἰργάσατο». Καὶ ὄχι μόνο στὸν Κύριλλο καὶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας προσέθεσε «μῶμον» (ψεγάδι – κατηγορία) ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέχρι σήμερα ἀκόμη, ποὺ οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως κάθε φορὰ ἐπαναφέρουν καὶ προσάπτουν στὴν Ἐκκλησία τὴν κατηγορία γιὰ τὴ φρικτὴ κατακρεούργηση (τῆς ἀφήρεσαν τὰ ἐνδύματα καὶ τὴν ἔκοψαν κομμάτια) τῆς φιλοσόφου Ὑπατίας.
Μιὰ ἀπεξάρτηση τῶν «Παραβαλανέων» ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐπίβλεψη τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξάνδρειας εἶναι πιθανὸν νὰ μὴν ἐπέτρεπε στὴν Ἀδελφότητα αὐτὴ νὰ ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν φιλανθρωπική της δραστηριότητα σὲ ἔργα ξένα πρὸς τὴν ἀποστολή της, ἢ καὶ ἂν ἐκτρεπόταν, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ προσάπτονται κατηγορίες στὸν Πατριάρχη καὶ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὶς ἐκτροπές της. Γίνεται αὐτὸ φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὅπως φαίνεται εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀδελφότητα ποὺ δημιούργησε προβλήματα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

[1] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἀλεξάνδρεια 1935, σελ. 499-501.
[2] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἀλεξάνδρεια 1935, σελ. 286· ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΥ, «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ», Περιοδικὸ «ΑΚΤΙΝΕΣ», τ. 567, Ἰαν. 1996, σελ. 18· «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», Ἄρθρο «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ», ἔκδ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ, Ἀθῆναι 1962, τόμ. 1ος, σελ. 405.
[3] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἀλεξάνδρεια 1935, σελ. 286-7.
[4] ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», 7,15.
[5] ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΥ, «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ», Περιοδικὸ «ΑΚΤΙΝΕΣ», τ. 567, Ἰαν. 1996, σελ. 18· ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἀλεξάνδρεια 1935, σελ. 286-7.
[6] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ, «ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ», Ἀθῆναι 1906, σελ. 971.
[7] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ, «ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ», Ἀθῆναι 1906, σελ. 971.
[8] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἀλεξάνδρεια 1935, σελ. 499.

No comments:

Post a Comment