Ακολουθεί δείγμα απο τις συναρπαστικές σελίδες του βιβλίου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
. . . Τον Απρίλιο του 1946 πήραμε κι' εμείς εντολή
να φύγουμε για το Μπούλκες. . .
. . . Το σπίτι που μας δώσανε να μείνουμε , ήταν
μία όμορφη μονοκατοικία με μεγάλη αυλή και
έναν τεράστιο λαχανόκηπο στο πίσω μέρος. . .
. . . Δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες από την εγκατάσταση μας
στο Μπούλκες και μια νύχτα ξυπνήσαμε από έναν μεγάλο
θόρυβο. Ένα αλαλάζον πλήθος, με χοντρά ξύλα, με
σιδερόβεργες, με πέτρες φτυσίματα και γιουχαΐσματα
έδιωχνε τους αντικομματικούς, τους «φραξιονιστές» από
το Μπούλκες . . .
....θα ήταν περίπου 100 άνθρωποι, συναγωνιστές άλλοτε αυτού
του πλήθους, περιτριγυρισμένοι τώρα από την αστυνομία του
Μπούλκες ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξεως Ομάδας) με δεμένα τα χέρια τους
προσπαθούσαν να σωθούν από τα κτυπήματα των μανιασμένων
καταδιωκτών τους. Λίγο πιο κάτω τους περίμεναν οι κλούβες.
Που τους πήγαιναν μέσα στη νύχτα;
Κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες: Ότι τους άφησαν στα σύνορα
της Ελλάδας. 'Aλλοι έλεγαν ότι πολλούς τους εξαφάνισαν στα
στρατόπεδα. Αυτό που σε εντυπωσίαζε ήταν η αγριάδα των
Ανθρώπων που υπερασπίζονταν «την κομματική γραμμή».
Ήταν ένα αφηνιασμένο πλήθος, ρομπότ, άνθρωποι μηχανές,
χωρίς ψυχή, χωρίς αισθήματα, χωρίς αγάπη . . . .
Με υψωμένες τις γροθιές, ουρλιάζοντας ρυθμικά «Μιχάλης - Περικλής»
ζητούσαν το κεφάλι των «φραξιονιστών» . . .
Η βία κυριαρχούσε παντού. . .
. . . Όλοι μιλούσαν για ένα στρατόπεδο έξω από το Μπούλκες
όπου στρατοπεδάρχης ήταν ο "μπάρμπα Στέλιος Κάλφας" (Σιδέρης).
Εκεί σε βαθιά πηγάδια έριχναν ζωντανούς, τον ένα μετά τον
άλλον, όσους έκαναν κριτική στην καθοδήγηση του Μπούλκες (και
κυρίως όσους μιλούσαν ενάντια στον Μιχάλη Πεχτασίδη ή Τερζή.
. . . .
Ο γιος μου πάθαινε αναφυλαξία, πρηζόταν, γέμιζε σπυριά,
είχε φαγούρα, υπέφερε . . . Το παιδί το πείραζε το αυγό,
το σκέτο γάλα, η σοκολάτα. Του έκανα μια ειδική δίαιτα.
Πήγαινε καλά. Σταμάτησαν τελείως φαγούρα και τα σπυράκια του.
. . . . Στο διάστημα αυτό φούντωνε στην Ελλάδα το καινούργιο
Αντάρτικο. Το Μπούλκες ετοιμαζόταν εντατικά να στείλει
στο βουνό τις δικές του δυνάμεις. Το φθινόπωρο του 1947
έφυγε για το Δημοκρατικό Στρατό σχεδόν όλη η Γραμματεία
της Κομματικής Οργάνωσης του Μπούλκες: Μιχάλης Πεχτασίδης-Τερζής,
Οδυσσέας Μπάστης, Περικλής Καλοδίκης, Δημήτρης Βίσσιος,
Γιώργης Κοντογιώργης "Παύλος" . . .
Ο Ζαχαριάδης έπρεπε να διαλέξη! . . .
. . . . Τον Μιχάλη Πεχτασίδη τον έστειλε πίσω στο Μπούλκες.
Kαι εκεί ένα βράδυ τον εξαφάνισαν.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που και αυτός εξαφάνιζε μέσα στη
αθώους ανθρώπους για τους οποίους μάθαινε από τους "αΌ‘παγρυπνητές -
πληροφοριοδότες" του ότι του έκαναν κριτική. ....
..... ίσως να χρησιμοποιήθηκαν και οι
ίδιοι οι άνθρωποι που άλλοτε ο Μιχάλης χρησιμοποιούσε,
εξαφανίστηκε κι' αυτός μέσα στη νύχτα.....
Το έριξαν κι αυτόν σ' ένα από πηγάδια όπου βρήκαν φριχτό
θάνατο εκατοντάδες αγωνιστές. ....
Και στρατοπεδάρχης ήταν ακόμα ο ίδιος ο μπάρμπα Στέλιος, ο Κάλφας,
ο άλλοτε συνεργάτης του στην ΟΠΛΑ και στη Λαϊκή Πολιτοφυλακή
των Αθηνών. . . . .
. . . . Το βουνό είχε ανάγκη από ανθρώπους. Κάθε μέρα έστελναν
από το Μπόυλκες στο βουνό αγωνιστές. Δεν σε ρωτούσαν
αν ήθελες ή όχι!. . . . .
Και ένα βράδυ χτύπησαν την πόρτα μου. Ήταν η ώρα 11 τη νύχτα,
Δεκέμβριος 1947. Έξω το κρύο δυνατό, 32 βαθμοί κάτω από το μηδέν.
Το δωμάτιο ζεστό, διατηρούσα τη φωτιά συνέχεια στη σόμπα, είχαμε
ξύλα και κοτσάνια από καλαμπόκια. Ακούγοντας το χτύπημα στην πόρτα
μου άναψα το φώς. ΚΌνοιξα την πόρτα. Με ήθελαν στο γραφείο
της Οργάνωσης η ώρα 11 τη νύχτα με εκείνο το κρύο. Η καρδιά
μου μάτωσε. Ήρθε η σειρά μου. Με σπασμωδικές κινήσεις ντύθηκα
και πήγα στα Γραφεία. Μας έστελναν στο βουνό, μια αποστολή από
130 ανθρώπους μ' εμένα επικεφαλής. Οι αποστολές γινόταν πάντα
νύχτες και κρυφά. Όλοι ξέραμε τι γινόταν. Κάθε τόσο βλέπαμε
να αδειάζουν τα σπίτια, όμως όσοι έφευγαν δεν είχαν δικαίωμα
να πούν στους γείτονες τους πως φεύγουν για την Ελλάδα.
Μέτρα ασφαλείας για τις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας.
Δεν έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Γιουγκοσλαβία βοηθούσε
το ελληνικό αντάρτικο. Στα γραφεία είδα το "μπάρμπα Αλέξη",
Λευτέρη Ματσούκα. Μαυροκίτρινος σαν το χάρο μου φάνηκε.
Καθισμένος στο γραφείο του με περίμενε για να μου δώσει την εντολή:
- " Φεύγεις για το βουνό."
- " Και το παιδί μου;"
- " Φύγε ήσυχη. Θα στείλουμε γυναίκα στο παιδί σου, και το
πρωί θα το πάμε στο βρεφικό σταθμό. Μην πεις τίποτε στους
γείτονες σου."
Του μίλησα για την κατάσταση της υγείας του παιδιού μου.
Για την δίαιτα του, για τα φάρμακα που έπρεπε να του δίνουν.
Του μίλησα για τα χρήματα που μάζεψα και θέλω να τους
τα αφήσω γι αυτόν το σκοπό και γύρισα σπίτι να ετοιμαστώ
για το μεγάλο μου ταξίδι. Η γειτόνισσα μου η Μάρθα με το
κτύπημα της πόρτας μέσα στη νύχτα όλα τα κατάλαβε. Μόλις
μπήκα τη βρήκα να με περιμένει στο δωμάτιο μου. Με αγκάλιασε
κλαίγοντας, έκλαιγαν και τα παιδιά της μαζί. Εγώ έριχνα
γρήγορα λίγα πράγματα σε ένα σάκο, εσώρουχα, μπλούζες
μάλλινες κάλτσες. Κάθισα και έγραψα το διαιτολόγιο του παιδιού μου,
το ιστορικό της αρρώστιας του. Έβαλα σε μια βαλιτσούλα τα
πραγματάκια του και τα πήγα στα Κομματικά Γραφεία, τα
έδωσα στον ίδιο το Γραμματέα του Μπούλκες στον " μπάρμπα-
Αλέξη". Του έδωσα και τις οικονομίες μου για να αγοράζουν
ό,τι χρειάζεται για το μικρό μου αγόρι. Που να ήξερα όταν
του τα έδινα όλα αυτά, -κάτι που έμαθα αργότερα από Μπουλκιώτες
που ήρθαν στο βουνό, μα και από την ίδια τη Μάρθα που τη
συνάντησα πολύ αργότερα στην Τσεχοσλοβακία, ότι εκείνος,
ο Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης, θα έβαζε στην τσέπη
του τα χρήματα, θα πετούσε όλα τα χαρτιά τα σχετικά με τη υγεία
του παιδιού μου στον κάλαθο των αχρήστων και ότι θα άφηνε το
παιδί μου μόνο του σε ένα δωμάτιο με 32 βαθμούς κάτω από το
μηδέν χωρίς να στείλει καμιά γυναίκα δίπλα του, όπως μου
είχε υποσχεθεί όταν με δάκρυα στα μάτια τον εκλιπαρούσα
μπαίνοντας στο αυτοκίνητο κλούβα που μες στην παγερή
νύχτα του Δεκέμβρη μας πήγαινε στα ελληνικά βουνά-.
Σ' όλο το δρόμο, άλλοι είχαν κοιμηθεί, άλλοι ήταν βυθισμένοι
στις σκέψεις τους, εγώ είχα μπροστά στα μάτια μου το αγοράκι
μου με την άσπρη φανελένια πιζάμα, κοιμισμένο σαν αγγελούδι στο
κρεβάτι μου, ούτε καν ξύπνησε με τον θόρυβο που γινόταν γύρω του.
Ευτυχώς, που παραβαίνοντας την εντολή της οργάνωσης,είπα στην Μάρθα
ότι φεύγουμε για το βουνό και κλαίγοντας την παρακάλεσα να φροντίσει
το παιδί μου. Και το φρόντισε. Kοιμήθηκε μαζί του. Καμιά γυναίκα δεν
έστειλε η οργάνωση κοντά στο παιδί που του πήραν τη μητέρα για να τη
στείλουν στο βουνό. Το μικρό μου ξύπνησε ζητώντας τη μανούλα του.
Ήταν τότε δύο χρονών. Η Μάρθα το χάιδεψε, συντήρησε τη φωτιά στη σόμπα,
το έντυσε, του έδωσε το πρωινό του και περίμενε, περίμενε. Δεν πήγε
στη δουλειά της. Περίμενε να έρθουν από την οργάνωση να πάρουν το
απορφανεμένο παιδί. Τρεις μέρες περίμενε και κανένας δεν ήρθε.
Κι αυτή έπρεπε να πάει στη δουλειά της.
Πήγε τότε η ίδια στην οργάνωση και τους μίλησε για ένα μικρό παιδί
που στο διπλανό δωμάτιο κλαίει ζητώντας τη μητέρα του. Έτσι το
θυμήθηκαν το πήραν και το πήγαν στο βρεφικό σταθμό. Χωρίς τα
ρουχαλάκια του, χωρίς το σημείωμα για την υγεία του, χωρίς τα
χρήματα για τα φρούτα και για τα φάρμακα του.
Θεέ μου! Πως μπορούσε να υπάρχει τόση απανθρωπιά σ' αυτούς που
βροντοφώναζαν ότι παλεύουν για τον άνθρωπο; Τα σχετικά με την,
υγεία και τη ζωή του παιδιού μου στον παιδικό Σταθμό του Μπούλκες
τα έμαθα πρώτη φορά, όπως γράφω παραπάνω, από νεοφερμένους στο
αντάρτικο Μπουλκιώτες. Όταν στο βουνό, στις ατέλειωτες πορείες
μέσα στα χιόνια, βαδίζαμε με τον παγωμένο άνεμο να χτυπά τα
πρόσωπα μας, ή όταν ξαπλώναμε να κοιμηθούμε στο μουσκεμένο,
κρύο χώμα που ήταν τις περισσότερες φορές το στρώμα μας, ερχόταν
στα μάτια μου η εικόνα εφιάλτης ενός αγοριού, δύο χρονών,
με τις πιζάμες και ξυπόλυτο μες τον πάγο του Δεκέμβρη, να βγαίνει
στην αυλή, με 32 βαθμούς κάτω από το μηδέν και να ζητά τη μητέρα
του και τα ποδαράκια του να κολλούν στις γεμάτες πάγο πλάκες.
Με βασάνιζε και άλλος εφιάλτης. Το έβλεπα να υποφέρει με τις
ανοιγμένες πληγές του και να τρέμει μπρος στα μεγάλα άγρια σκυλιά.
Στριφογύριζα στο παγωμένο χώμα, βογκούσα, και μου ερχόταν να
Ουρλιάξω, να σκίσω, να σκοτώσω. Και τα μήνυσα όλα αυτά στο Γραμματέα
της Κομματικής Οργάνωσης του Μπούλκες, στον "μπάρμπα Αλέξη".
Του μήνυσα ακόμα : «Εμείς Εδώ παλεύουμε. Εσείς έχετε υποχρέωση
να φροντίζετε τα παιδιά που σας εμπιστευτήκαμε. Εσύ εγκατέλειψες
τον γιο μου». Του τα είπανε όλα αυτά και δεν με συγχώρησε.
. . . . .
Όταν το 1952 περνούσα από ανακαταγραφή, (οργανωμένος από το Κόμμα
διασυρμός των αγωνιστών) σηκώθηκε ο "μπάρμπα Αλέξης" και είπε πως
ήμουν εγωίστρια και πως ζητούσα ιδιαίτερη περιποίηση για το δικό
μου παιδί. Το παιδί που θα είχε τότε πεθάνει ξυλιασμένο στον πάγο
αν δεν ήταν η άγια γυναίκα, η γειτόνισσά μου η Μάρθα να του παρασταθεί.
.... Καημένη Μάρθα! Που να ήξερε τότε ότι ένα χρόνο μετά θα έπαιρναν
το κοριτσάκι της, τη Μαρικούλα, 13 χρονών για το βουνό. Εκεί, στην πρώτη
γραμμή, βλέποντας ένα στρατιώτη στα απέναντι υψώματα, σε αυτά που
κρατούσε ο Κυβερνητικός Στρατός, σηκώθηκε όρθια και φώναζε γελώντας
και δείχνοντας με το μικρό της χεράκι «Να ένας μπουραντάς!» όμως ο
«μπουραντάς» δεν ήταν η κούκλα που έπαιζε, της έστειλε με το βόλι του
το θάνατο και δεν ήξερε πως σκότωνε ένα κοριτσάκι 13 μόνο χρόνων.
Από το Μπούλκες πήραν και τα τρία κοριτσάκια της Μάρθας Κεραμίδου,
τη Δάφνη, την Παρθένα και την 15 χρονη Χρυσούλα και τα έστειλαν στο
βουνό το καυτό καλοκαίρι του 1948. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκαν και
τα τρία. . . . .
Αθήνα, Μάρτιος 2007
No comments:
Post a Comment