Αν και συχνά δεν το παρατηρούμε, η έννοια της φύσης περιέχει εκπληκτικά μεγάλο ποσοστό ανθρώπινης ιστορίας.
—Raymond Williams, “Ideas of Nature” (1980)
Η γεωργία είναι σήμερα μια μηχανοκίνητη βιομηχανία, κατ’ ουσία αντίστοιχη με την παραγωγή πτωμάτων στους θαλάμους αερίου και στα στρατόπεδα θανάτου, αντίστοιχη με τα μποϊκοτάζ και τον εξαναγκασμό χωρών σε λιμό, αντίστοιχη με την παραγωγή βομβών υδρογόνου.
—Martin Heidegger, ”Das Gestell” (1949)
—Raymond Williams, “Ideas of Nature” (1980)
Η γεωργία είναι σήμερα μια μηχανοκίνητη βιομηχανία, κατ’ ουσία αντίστοιχη με την παραγωγή πτωμάτων στους θαλάμους αερίου και στα στρατόπεδα θανάτου, αντίστοιχη με τα μποϊκοτάζ και τον εξαναγκασμό χωρών σε λιμό, αντίστοιχη με την παραγωγή βομβών υδρογόνου.
—Martin Heidegger, ”Das Gestell” (1949)
Πιστεύεται ότι κατά τη διάρκεια του λιμού στην Αιθιοπία το 1888 οι
στικτές ύαινες της Χαράρ άρχισαν να τριγυρνάνε στην πόλη, επιβιώνοντας
με οργανικά απόβλητα και ανθρώπινα κατάλοιπα.1
Περιηγούμενος την Ιρλανδία πριν από τη Μεγάλη Πείνα του 1845-52, ο
Alexis de Tocqueville έγραφε στον πατέρα του για αποδεκατισμένα χωράφια
και μια τραυματισμένη χώρα: «Είναι τρομακτικό, σε διαβεβαιώνω, να
βλέπεις έναν ολόκληρο πληθυσμό εξαναγκασμένο στη νηστεία, σαν να
πρόκειται για τραπιστές μοναχούς, και να μην ξέρουν αν θα ζήσουν ως την
επόμενη σοδειά».2 Ο οικονομολόγος Amartya Sen επιβεβαιώνει ότι «ποτέ στην ιστορία του κόσμου δεν συνέβη λιμός σε ευνομούμενη δημοκρατία».3
Ο λιμός αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην εξάπλωση αυτοκρατοριών
και καταπιεστικών ιδεολογικών εξουσιών, από την Αίγυπτο ως την Κίνα και
τη Ρωσία, από την Αιθιοπία ως την Ινδία – ούτε οι νεκροί δεν είναι
ασφαλείς από τη σαρωτική του δύναμη.
Μια ηγεμονική πολιτική παραμένει άμεσα συνδεδεμένη με τις συνθήκες που οδηγούν στην πείνα. Στο παράδειγμα της ιρλανδικής υπαίθρου που παραθέτει ο Charles Trevelyan –ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και κατείχε δημόσια αξιώματα στη Βεγγάλη πριν επιστρέψει στην Αγγλία– η ανακατανομή των γεωργικών εδαφών, οι χαμηλοί μισθοί και η καθυστέρηση στην αποστολή βοήθειας οδήγησαν στην απώλεια άνω του ενός εκατομμυρίου ζωών. Ας αντιπαραθέσουμε δύο δηλώσεις που έγιναν με διαφορά ενός αιώνα: Το 1861, ο ηγέτης του κινήματος με την επωνυμία Young Ireland (Νέα Ιρλανδία), John Mitchel, διατύπωσε την κατηγορία ότι «ο Παντοδύναμος όντως κατέστρεψε τη σοδειά της πατάτας, αλλά οι Άγγλοι έφεραν τον λιμό»· τον Μάιο του 1997, στο πλαίσιο των τακτικών ασκήσεων με τις οποίες το αυτοκρατορικό κράτος προσπαθεί να διατηρήσει τον ηθικό χαρακτήρα του, ο Βρετανός πρωθυπουργός Tony Blair εξέδωσε επίσημη απολογία για τον Μεγάλο Λιμό.4 Το πολύπλοκο ζήτημα του λιμού συχνά αντιμετωπίζεται εκ των υστέρων, όμως αυτή η εκ των υστέρων γνώση ιστορικά έχει αποτύχει να αντιληφθεί τις αδικίες της πείνας.
Η πείνα αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα στις θεμελιώδεις αποτυχίες της κρατικής πολιτικής· πρόκειται για τη βαθιά αποδυνάμωση ενός πολιτικού σώματος που μετατρέπει το έθνος σε ένα αποστεωμένο πλάσμα. Σε αυτό το κυκλικό γεγονός που επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας η δυσοίωνη ρητορική της ανεπάρκειας βρίθει από ανισότητες, ενώ οι απέλπιδες μεταναστεύσεις από το χωριό στην πόλη, που ουσιαστικά αλλοιώνουν τη δημογραφική σύνθεση και τις σχέσεις γης, ισοδυναμούν με πολεμικά επεισόδια. Οι πεινασμένοι είναι δύο φορές καταπιεσμένοι – εγκλωβισμένοι σε έναν σκληρό κύκλο στον οποίο οι μήτρες της εξουσίας προκαλούν ακόμη περισσότερη ανισορροπία στην αγοραστική δύναμη, προς όφελος των προνομιούχων τάξεων.
Μια επώδυνη πτυχή αυτών των σεναρίων είναι ότι η αριστοκρατική ελίτ, που αποτελεί τη μικρότερη απειλή για τις παγιωμένες σχέσεις σε μια αυτοκρατορία, παραμένει σχετικά ασφαλής από την πείνα, ενώ η εργατική τάξη, που αντιστέκεται, συντρίβεται από αυτή. Υπό τον δικτατορικό ζυγό του Mengistu Haile Mariam στην Αιθιοπία τη δεκαετία του 1980, λόγου χάρη, η χούντα της Derg [όπως είχε ονομαστεί η επιτροπή του στρατού και της αστυνομίας] εκτόπισε χιλιάδες ανθρώπους από τις βόρειες στις νότιες επαρχίες του έθνους που λιμοκτονούσε.5 Ισχυρίστηκε ότι ο εκτοπισμός αυτός θα τους προστάτευε από την έλλειψη τροφής, ωστόσο ο πραγματικός στόχος ήταν να ξεριζωθούν οι «αντεπαναστάτες», με το να εξουδετερωθούν οι θύλακες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών.
Ο Λιμός της Βεγγάλης του 1943-44, κατά τον οποίο πέθαναν εκατομμύρια στο χάος που επακολούθησε την εισβολή της Ιαπωνίας στη Βιρμανία, παρέμεινε μέχρι πρόσφατα μια κρυφή γενοκτονία. Η καταστροφή αυτή δομήθηκε μέσω της βρετανικής αποικιακής διακυβέρνησης στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου – όταν το αίτημα για ελευθερία γινόταν όλο και ισχυρότερο στην Ινδική Χερσόνησο. Η Ινδία ήταν ο επισκιασμένος αποικισμένος υπήκοος ενός νησιού σε πόλεμο που διακήρυττε κοινοβουλευτικά δημοκρατικά ιδεώδη. Ο πνευματικός πυρήνας της δημοκρατικής εξουσίας, ωστόσο, απειλείται όταν ο δήμος υποφέρει από συνθήκες εξαιρετικά εχθρικές προς τη βασική επιβίωση, όπως πόλεμο, επιδημία ή τη μαζική ασιτία.
Εδώ είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ανάλυση του Sen περί του λιμού ως μιας λειτουργίας καταπίεσης. Η ασιτία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένοι άνθρωποι δεν έχουν αρκετά τρόφιμα για να φάνε. Δεν είναι το φαινόμενο κατά το οποίο δεν υπάρχουν αρκετά τρόφιμα.6 Εκδηλώνεται μέσα από τη δομή της ιδιοκτησίας και από σχέσεις τίτλων που καθορίζουν τα θέματα νόμιμης πρόσβασης, υλικής επικυριαρχίας και κοινωνικής προστασίας. Ο Λιμός της Βεγγάλης δεν ήταν απλώς ένα κλιμακούμενο ατύχημα, αλλά μάλλον ένα πολιτισμικό επεισόδιο στο σταυροδρόμι της αντιαποικιακής αντίστασης και του διεθνούς πολέμου – πράγμα που θα πρέπει να διαβαστεί ως μια βαθιά κοινωνική αποτυχία και ένα παράτυπο κόστος του πολέμου για τα εκατομμύρια των θυμάτων. Υπάρχουν αναφορές για ανθρώπους που πέθαιναν μπροστά από καταστήματα τροφίμων γεμάτα προϊόντα, προστατευμένα από το κράτος,7 για κατοίκους πόλεων που, έχοντας πρόσβαση με δελτίο σε πενιχρές μερίδες, αποθησαύριζαν τρόφιμα καθώς η ζωή τους έβρισκε μεγαλύτερη αξία μέσα στην αφήγηση του πολέμου και για εξαθλιωμένα θύματα που τους στερήθηκε η πρόσβαση στα νοσοκομεία και πέθαιναν με άδειο στομάχι σε πεζοδρόμια, μουσκεμένα από τον μουσώνα, γιατί οι κανονισμοί προέβλεπαν περίθαλψη μόνο για εκείνους που υπέφεραν από αναγνωρισμένες ασθένειες.
Μια ηγεμονική πολιτική παραμένει άμεσα συνδεδεμένη με τις συνθήκες που οδηγούν στην πείνα. Στο παράδειγμα της ιρλανδικής υπαίθρου που παραθέτει ο Charles Trevelyan –ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και κατείχε δημόσια αξιώματα στη Βεγγάλη πριν επιστρέψει στην Αγγλία– η ανακατανομή των γεωργικών εδαφών, οι χαμηλοί μισθοί και η καθυστέρηση στην αποστολή βοήθειας οδήγησαν στην απώλεια άνω του ενός εκατομμυρίου ζωών. Ας αντιπαραθέσουμε δύο δηλώσεις που έγιναν με διαφορά ενός αιώνα: Το 1861, ο ηγέτης του κινήματος με την επωνυμία Young Ireland (Νέα Ιρλανδία), John Mitchel, διατύπωσε την κατηγορία ότι «ο Παντοδύναμος όντως κατέστρεψε τη σοδειά της πατάτας, αλλά οι Άγγλοι έφεραν τον λιμό»· τον Μάιο του 1997, στο πλαίσιο των τακτικών ασκήσεων με τις οποίες το αυτοκρατορικό κράτος προσπαθεί να διατηρήσει τον ηθικό χαρακτήρα του, ο Βρετανός πρωθυπουργός Tony Blair εξέδωσε επίσημη απολογία για τον Μεγάλο Λιμό.4 Το πολύπλοκο ζήτημα του λιμού συχνά αντιμετωπίζεται εκ των υστέρων, όμως αυτή η εκ των υστέρων γνώση ιστορικά έχει αποτύχει να αντιληφθεί τις αδικίες της πείνας.
Η πείνα αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα στις θεμελιώδεις αποτυχίες της κρατικής πολιτικής· πρόκειται για τη βαθιά αποδυνάμωση ενός πολιτικού σώματος που μετατρέπει το έθνος σε ένα αποστεωμένο πλάσμα. Σε αυτό το κυκλικό γεγονός που επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας η δυσοίωνη ρητορική της ανεπάρκειας βρίθει από ανισότητες, ενώ οι απέλπιδες μεταναστεύσεις από το χωριό στην πόλη, που ουσιαστικά αλλοιώνουν τη δημογραφική σύνθεση και τις σχέσεις γης, ισοδυναμούν με πολεμικά επεισόδια. Οι πεινασμένοι είναι δύο φορές καταπιεσμένοι – εγκλωβισμένοι σε έναν σκληρό κύκλο στον οποίο οι μήτρες της εξουσίας προκαλούν ακόμη περισσότερη ανισορροπία στην αγοραστική δύναμη, προς όφελος των προνομιούχων τάξεων.
Μια επώδυνη πτυχή αυτών των σεναρίων είναι ότι η αριστοκρατική ελίτ, που αποτελεί τη μικρότερη απειλή για τις παγιωμένες σχέσεις σε μια αυτοκρατορία, παραμένει σχετικά ασφαλής από την πείνα, ενώ η εργατική τάξη, που αντιστέκεται, συντρίβεται από αυτή. Υπό τον δικτατορικό ζυγό του Mengistu Haile Mariam στην Αιθιοπία τη δεκαετία του 1980, λόγου χάρη, η χούντα της Derg [όπως είχε ονομαστεί η επιτροπή του στρατού και της αστυνομίας] εκτόπισε χιλιάδες ανθρώπους από τις βόρειες στις νότιες επαρχίες του έθνους που λιμοκτονούσε.5 Ισχυρίστηκε ότι ο εκτοπισμός αυτός θα τους προστάτευε από την έλλειψη τροφής, ωστόσο ο πραγματικός στόχος ήταν να ξεριζωθούν οι «αντεπαναστάτες», με το να εξουδετερωθούν οι θύλακες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών.
Ο Λιμός της Βεγγάλης του 1943-44, κατά τον οποίο πέθαναν εκατομμύρια στο χάος που επακολούθησε την εισβολή της Ιαπωνίας στη Βιρμανία, παρέμεινε μέχρι πρόσφατα μια κρυφή γενοκτονία. Η καταστροφή αυτή δομήθηκε μέσω της βρετανικής αποικιακής διακυβέρνησης στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου – όταν το αίτημα για ελευθερία γινόταν όλο και ισχυρότερο στην Ινδική Χερσόνησο. Η Ινδία ήταν ο επισκιασμένος αποικισμένος υπήκοος ενός νησιού σε πόλεμο που διακήρυττε κοινοβουλευτικά δημοκρατικά ιδεώδη. Ο πνευματικός πυρήνας της δημοκρατικής εξουσίας, ωστόσο, απειλείται όταν ο δήμος υποφέρει από συνθήκες εξαιρετικά εχθρικές προς τη βασική επιβίωση, όπως πόλεμο, επιδημία ή τη μαζική ασιτία.
Εδώ είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ανάλυση του Sen περί του λιμού ως μιας λειτουργίας καταπίεσης. Η ασιτία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένοι άνθρωποι δεν έχουν αρκετά τρόφιμα για να φάνε. Δεν είναι το φαινόμενο κατά το οποίο δεν υπάρχουν αρκετά τρόφιμα.6 Εκδηλώνεται μέσα από τη δομή της ιδιοκτησίας και από σχέσεις τίτλων που καθορίζουν τα θέματα νόμιμης πρόσβασης, υλικής επικυριαρχίας και κοινωνικής προστασίας. Ο Λιμός της Βεγγάλης δεν ήταν απλώς ένα κλιμακούμενο ατύχημα, αλλά μάλλον ένα πολιτισμικό επεισόδιο στο σταυροδρόμι της αντιαποικιακής αντίστασης και του διεθνούς πολέμου – πράγμα που θα πρέπει να διαβαστεί ως μια βαθιά κοινωνική αποτυχία και ένα παράτυπο κόστος του πολέμου για τα εκατομμύρια των θυμάτων. Υπάρχουν αναφορές για ανθρώπους που πέθαιναν μπροστά από καταστήματα τροφίμων γεμάτα προϊόντα, προστατευμένα από το κράτος,7 για κατοίκους πόλεων που, έχοντας πρόσβαση με δελτίο σε πενιχρές μερίδες, αποθησαύριζαν τρόφιμα καθώς η ζωή τους έβρισκε μεγαλύτερη αξία μέσα στην αφήγηση του πολέμου και για εξαθλιωμένα θύματα που τους στερήθηκε η πρόσβαση στα νοσοκομεία και πέθαιναν με άδειο στομάχι σε πεζοδρόμια, μουσκεμένα από τον μουσώνα, γιατί οι κανονισμοί προέβλεπαν περίθαλψη μόνο για εκείνους που υπέφεραν από αναγνωρισμένες ασθένειες.
Πόλεμοι μαίνονταν αλλού, οι νεκροί όμως ήταν εδώ
Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε ότι «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού που να προστατεύτηκε τόσο αποτελεσματικά από τη φρίκη και τους κινδύνους του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου όσο οι λαοί του Ινδουστάν. Πέρασαν τον πόλεμο στους ώμους του μικρού μας νησιού».8 Με αυτή τη δήλωση κατέστησε τον Λιμό της Βεγγάλης τυφλό σημείο στα αρχεία της σύγχρονης αποικιοκρατίας. Όταν πιέστηκε από Ινδούς εθνικούς ηγέτες σχετικά με τη σοβαρότατη έκταση του λιμού, οι οποίοι απέτειναν έκκληση για κυβερνητική δράση για την αποκατάσταση της επάρκειας στα τρόφιμα, ο Βρετανός πρωθυπουργός απάντησε: «Τότε γιατί δεν έχει πεθάνει ακόμη ο Γκάντι;».
Επιθυμία του Τσόρτσιλ ήταν να αναδιαρθρώσει το βρετανικό Raj έτσι ώστε να οχυρώσει τη βρετανική εξουσία σε μια μεταπολεμική παγκόσμια τάξη. Μέσα από μηχανορραφίες της πολεμικής συμμαχίας η κυβέρνησή του συνέχισε να λεηλατεί τον οικονομικό πλούτο και την άμυνα της αποικίας: Τον Ιούνιο του 1945, το βρετανικό χρέος προς την Ινδία ανερχόταν σε 1.292.000 λίρες.9 Όσο ο αυτοκρατορικός στρατός γέμιζε ινδικά στρατεύματα, που αριθμούσαν γύρω στους 131.000 ενόπλους όταν η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας το 1939,10 ο αγωνιστής για την ανεξαρτησία Subhas Chandra Bose απαίτησε σε τελεσίγραφο την απόλυτη απελευθέρωση ενώ απηύθυνε έκκληση προς την τοπική κοινότητα να σπάσει τα δεσμά του ξένου ζυγού πάση θυσία. Στο μεταξύ, ορδές Βρετανών στρατιωτών κατέφθαναν για να καταπνίξουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια, να παράσχουν στρατιωτική εκπαίδευση και να διατηρήσουν την εσωτερική ασφάλεια. Το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο εξέδωσε μια δήλωση που ξεκαθάριζε τη θέση του: «Αν ο πόλεμος γίνεται για να υπερασπίσει το στάτους κβο, τις κτήσεις του ιμπεριαλισμού, τις αποικίες, τα συμφέροντα και τα προνόμια, η Ινδία δεν μπορεί να έχει καμία ανάμειξη. Αν, ωστόσο, το ζητούμενο είναι η δημοκρατία και μια παγκόσμια τάξη που να βασίζεται στη δημοκρατία, τότε αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ινδία».11
Μέσα σε αυτό το περίπλοκο σενάριο η ανελεύθερη Ινδία υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον αποικιστή της στην πολεμική προσπάθεια που εξαπλωνόταν από τη Μέση Ανατολή ως τη νοτιοανατολική Ασία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε τη σκληρότατη πείνα στο έδαφός της, καθώς το σιτάρι έφευγε σε τακτικές καραβιές μαζί με όπλα από την Καλκούτα και ξυλεία, χάλυβα, σιδηροδρομικά βαγόνια και τσιμέντο από άλλες βιομηχανικές πόλεις. Τα εργοστάσια υφαντουργίας στη Βομβάη, λόγου χάρη, παρήγαν τις στολές παραλλαγής και τα αλεξίπτωτα που στέλνονταν στα μάχιμα στρατεύματα.12
Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε ότι «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού που να προστατεύτηκε τόσο αποτελεσματικά από τη φρίκη και τους κινδύνους του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου όσο οι λαοί του Ινδουστάν. Πέρασαν τον πόλεμο στους ώμους του μικρού μας νησιού».8 Με αυτή τη δήλωση κατέστησε τον Λιμό της Βεγγάλης τυφλό σημείο στα αρχεία της σύγχρονης αποικιοκρατίας. Όταν πιέστηκε από Ινδούς εθνικούς ηγέτες σχετικά με τη σοβαρότατη έκταση του λιμού, οι οποίοι απέτειναν έκκληση για κυβερνητική δράση για την αποκατάσταση της επάρκειας στα τρόφιμα, ο Βρετανός πρωθυπουργός απάντησε: «Τότε γιατί δεν έχει πεθάνει ακόμη ο Γκάντι;».
Επιθυμία του Τσόρτσιλ ήταν να αναδιαρθρώσει το βρετανικό Raj έτσι ώστε να οχυρώσει τη βρετανική εξουσία σε μια μεταπολεμική παγκόσμια τάξη. Μέσα από μηχανορραφίες της πολεμικής συμμαχίας η κυβέρνησή του συνέχισε να λεηλατεί τον οικονομικό πλούτο και την άμυνα της αποικίας: Τον Ιούνιο του 1945, το βρετανικό χρέος προς την Ινδία ανερχόταν σε 1.292.000 λίρες.9 Όσο ο αυτοκρατορικός στρατός γέμιζε ινδικά στρατεύματα, που αριθμούσαν γύρω στους 131.000 ενόπλους όταν η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας το 1939,10 ο αγωνιστής για την ανεξαρτησία Subhas Chandra Bose απαίτησε σε τελεσίγραφο την απόλυτη απελευθέρωση ενώ απηύθυνε έκκληση προς την τοπική κοινότητα να σπάσει τα δεσμά του ξένου ζυγού πάση θυσία. Στο μεταξύ, ορδές Βρετανών στρατιωτών κατέφθαναν για να καταπνίξουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια, να παράσχουν στρατιωτική εκπαίδευση και να διατηρήσουν την εσωτερική ασφάλεια. Το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο εξέδωσε μια δήλωση που ξεκαθάριζε τη θέση του: «Αν ο πόλεμος γίνεται για να υπερασπίσει το στάτους κβο, τις κτήσεις του ιμπεριαλισμού, τις αποικίες, τα συμφέροντα και τα προνόμια, η Ινδία δεν μπορεί να έχει καμία ανάμειξη. Αν, ωστόσο, το ζητούμενο είναι η δημοκρατία και μια παγκόσμια τάξη που να βασίζεται στη δημοκρατία, τότε αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ινδία».11
Μέσα σε αυτό το περίπλοκο σενάριο η ανελεύθερη Ινδία υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον αποικιστή της στην πολεμική προσπάθεια που εξαπλωνόταν από τη Μέση Ανατολή ως τη νοτιοανατολική Ασία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε τη σκληρότατη πείνα στο έδαφός της, καθώς το σιτάρι έφευγε σε τακτικές καραβιές μαζί με όπλα από την Καλκούτα και ξυλεία, χάλυβα, σιδηροδρομικά βαγόνια και τσιμέντο από άλλες βιομηχανικές πόλεις. Τα εργοστάσια υφαντουργίας στη Βομβάη, λόγου χάρη, παρήγαν τις στολές παραλλαγής και τα αλεξίπτωτα που στέλνονταν στα μάχιμα στρατεύματα.12
Όταν οι ιαπωνικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Βιρμανία από τα ανατολικά
σύνορα, το 1942, η δύναμη του στρατού της χώρας δοκιμάστηκε και πάλι και
εξαπολύθηκαν βαριές αεροπορικές επιδρομές. Πρόσφυγες από τη Βιρμανία
και στρατιωτικές μονάδες που υποχωρούσαν άρχισαν να πηγαινοέρχονται στη
Βεγγάλη. Ένας κυκλώνας και ένα παλιρροϊκό κύμα ήρθαν να συμπληρώσουν το
καταστροφικό έργο των αεροπορικών βομβαρδισμών.13
Φόβος κατέλαβε τους ανθρώπους στην Καλκούτα και στις αγροτικές
κωμοπόλεις, που ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι η απελευθέρωση κάτω από αυτές
τις συνθήκες δεν μπορούσε να επιτευχθεί, καθώς και ότι μια νέα εποχή
αγριοτήτων πλησίαζε από τα κοντινά πεδία μάχης. Η αποταμίευση των
σιτηρών αυξήθηκε κατακόρυφα, όπως και οι τιμές των βασικών αγαθών. Ενώ
ινδικές μεραρχίες τεθωρακισμένων πολεμούσαν γύρω από τη Μεσόγειο, η
Ινδική Χερσόνησος παρέμενε εκτεθειμένη. Παρά το αίτημα του στρατηγού
Archibald Wavell προς το Υπουργείο Πολέμου για πυροβολικό, τεθωρακισμένα
άρματα μάχης και πολεμικά αεροσκάφη σε ινδικές στρατιωτικές βάσεις, ο
Τσόρτσιλ διατηρούσε τον φόβο ότι εξοπλίζοντας τα στρατεύματα των
αυτοχθόνων θα αποτελούσε απειλή για τους αξιωματούχους του βρετανικού
Raj. Αυτά τα πυρά «προς λάθος κατεύθυνση» είχαν ξαναεμφανιστεί στην
εξέγερση των Σεπάι το 1857-5814
–θεωρείται ο πρώτος απελευθερωτικός πόλεμος της Ινδίας– που κατέληξε
στη διάλυση της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών.
Η κυβέρνηση, ωθούμενη από ανησυχία για εχθρικά αισθήματα στις κοινότητες της Βεγγάλης και ανάμεσα στους ηγέτες του κινήματος Satyagraha –που υιοθετούσαν τον δρόμο της μη βίαιης αντίστασης σύμφωνα με τον Γκάντι–, ακολούθησε πολιτική καμένης γης στις αποικίες γύρω από τον Ινδικό Ωκεανό. Έτσι, η θεωρούμενη διπλή απειλή αντιποίνων από τους ντόπιους και η παράδοση εδαφών στις δυνάμεις του Άξονα είχε ως συνέπεια την απάνθρωπη καταστροφή των πόρων της γης. Μεστωμένα χωράφια και αποθήκες εξολοθρεύτηκαν και ζωτικής σημασίας υποδομή, όπως γαίες και συστήματα ύδρευσης, καταστράφηκε. Αυτοκρατορικές πολιτικές, όπως η Πολιτική Άρνησης Πλοίων και η Πολιτική Άρνησης Ρυζιού, σήμαιναν ότι σοδειές που είχαν μόλις μαζευτεί καίγονταν ή ρίχνονταν στο ποτάμι. Η καταστροφή πολλών πλεούμενων κατά τις ερευνητικές επιχειρήσεις πάγωσε το δίκτυο πλοήγησης, ελαχιστοποιώντας τον αριθμό σκαφών που έφερναν τους ψαράδες στις τοπικές αγορές και οδηγώντας στην αποδιοργάνωση του εμπορίου στο δέλτα που διευκόλυνε τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων.15
Σε ένα μυθιστόρημα του 1944, του Amarendra Ghose, ένας χαρακτήρας αποκαλύπτει τη δυσπιστία του για την καταστροφή των σκαφών στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής: «Θα πιάσουν τις βάρκες! Θα πιάσουν τις βάρκες! – Μη σας ξεφύγουν αυτά τα κακά λόγια. Τι είναι αυτό το moger mulluck; [Τι χάος είναι αυτό στον κόσμο μας;]».16
Αυτή η ατμόσφαιρα του σοκ αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του λιμού ως πραγματικότητα των άκρων, έτσι ώστε το φάντασμα της μνήμης του να μπορεί να στοιχειοθετείται μόνο ως παραμορφωμένη αναπαράσταση – σαν ένας μακάβριος κόσμος χάους. Καθώς οι συστημικές αυτές ρήξεις ανασύρθηκαν στην επιφάνεια, χιλιάδες οικογένειες έμειναν χωρίς δουλειά, πεινασμένες και εγκαταλειμμένες ενώ η αγριότητα του Λιμού της Βεγγάλης αυξανόταν – κι όμως, όλο και μεγαλύτερα τμήματα προσφύγων και στρατιωτικού προσωπικού εξακολουθούσαν να αναζητούν ασφάλεια στις πληγείσες περιοχές.
Ο Ρώσος διανοούμενος και φιλόλογος Dmitry Likhachev, επιζών του αποκλεισμού-λιμού κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ (1941-1944), είπε χαρακτηριστικά ότι «την εποχή της πείνας οι άνθρωποι αποκαλύφθηκαν, απογυμνώθηκαν, απελευθερώθηκαν από τα περιττά στολίδια. Μερικοί αποδείχθηκαν θαυμάσιοι, ασύγκριτοι ήρωες, άλλοι αχρείοι, κακοποιοί, δολοφόνοι, κανίβαλοι. Δεν υπήρχαν ημίμετρα».17 Το ηθικό σύμπλεγμα του λιμού δένει θύματα και θύτες σε έναν τοξικό δεσμό. Οι πολυμήχανοι συνήθως επιβιώνουν των υπολοίπων. Αποκαλύπτοντας μελανότερους τόνους στο ανθρώπινο πνεύμα, οι λιμοί δημιουργούν, σύμφωνα με τον Cormac Ó Gráda, «τις δικές τους εκδοχές εκείνου που ο επιζών του Άουσβιτς Primo Levi ονόμασε “γκρίζες ζώνες”, όπου οι επιζώντες είναι πιθανότερο να είναι ισχυρότεροι και σοφότεροι, με λιγότερους ενδοιασμούς και πιο αδίστακτοι και σκληροί».18 Στη Βεγγάλη, ο λιμός επέφερε μια ανισορροπία στα φύλα, όπου μεγάλος αριθμός γυναικών αφέθηκε να πεθάνει από την πείνα, καθώς δόθηκε προτεραιότητα στα αρσενικά μέλη της οικογένειας, ενώ χιλιάδες κατέφυγαν στην πορνεία κατά την αποκορύφωση της έλλειψης τροφίμων.19
Ο Λιμός της Βεγγάλης χάραξε ένα ολισθηρό μονοπάτι χρέους. Εκτός από τους απαλλοτριωμένους πόρους που τροφοδότησαν τις πολεμικές ανάγκες της Βρετανίας, απόντες γαιοκτήμονες που ζούσαν στην Καλκούτα και σε άλλες πόλεις συνέχισαν να χρεώνουν υψηλά επιτόκια στους επίμορτους, στους ακτήμονες και στους εργάτες που αμείβονταν με ημερομίσθιο. Παρά τις εξεγέρσεις των χωρικών και τις πορείες διαμαρτυρίας κατά της πείνας σε όλη την ύπαιθρο, οι αγρότες κλήθηκαν να διευθετήσουν τα παλαιά χρέη γιατί υπήρχε μηδενική ρευστότητα στην αγορά. Οικογένειες κατέρρεαν ενώ οι δεσμοί συγγένειας έδιναν τη θέση τους στην απληστία, στην κλοπή και στη μετανάστευση των απελπισμένων. Πείνα και χρέη συμπλέκονταν διαβρωτικά σε έναν φαύλο κύκλο φθίνουσας απόδοσης. Αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να σημαίνει η ανάγνωση του The Making of the Indebted Man [Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου] του κοινωνιολόγου-φιλοσόφου Maurizio Lazzarato στην οικονομία της εκμετάλλευσης που μόχλευσε η αποικιοκρατική διακυβέρνηση, και μάλιστα μέσα στο σχήμα αυτό, του λιμού ως επινόησης συμφοράς με προεκτάσεις γενοκτονίας. Οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες κεφάλαιο χειραγωγούνται μέχρι ολόκληρη η κοινωνία να καταχρεωθεί.20 Στην περίπτωση του Λιμού της Βεγγάλης η εξαθλίωση του καταχρεωμένου ανθρώπου επήλθε ως συνέπεια της συστημικής παραμέλησης της γης εκ μέρους του ανθρώπου, τότε ακριβώς που πρωτοεπινοήθηκε ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» 21 και η παγκόσμια αποικιοκρατία αγωνιζόταν να «διαχειριστεί» το υποδουλωμένο κεφάλαιό της, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Μια νέα εικονογραφία της αθλιότητας παράγεται σε καιρούς λιμού, και όμως η γλώσσα ουσιαστικά αποτυγχάνει να συλλάβει αυτή την απόλυτη πτώση στην απελπισία. (Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στις συναισθηματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας και στην εμπειρία της ενδημικής πείνας: Αυτό δεν έχει ερευνηθεί αρκετά στις μελέτες για την κληρονομιά του λιμού.) Σε ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία οι καλλιτέχνες αναλαμβάνουν την πρόκληση της αναπαράστασης και ακριβώς αυτοί υπήρξαν οι βασικοί χρονικογράφοι των ανθρωπογενών τραγωδιών. Ο James Mahony, επί παραδείγματι, δημοσίευσε το Sketches in the West of Ireland στη διάρκεια της Μεγάλης Πείνας. Στο χαρακτικό του Woman Begging at Clonakilty, που δημοσιεύθηκε στο Illustrated London News (13 Φεβρουαρίου 1847), μια γυναίκα με το κεφάλι καλυμμένο πλησιάζει προς το πρώτο επίπεδο κρατώντας ένα αποσκελετωμένο μωρό με το δεξί χέρι. Ζυγιάζει προσεκτικά αυτό το μικροσκοπικό πτώμα καθώς απλώνει τον δίσκο της επαιτείας σε ένα αόρατο κοινό, ζητώντας ελεημοσύνη για να αγοράσει φέρετρο για τη νεκρή κόρη της. Αυτή η μορφή συλλαμβάνει μια κάποια συμβολική οικουμενικότητα, αλλά θυμίζει επίσης τα σκίτσα από τον λιμό ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Βεγγάλης και εκπαιδευτικό, του Zainul Abedin (1914-1976), ο οποίος ήταν στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής του όταν χτύπησε η συμφορά. Ο Abedin παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή στο Κυβερνητικό Σχολείο Τεχνών στην Καλκούτα για να καταγράψει τη φρίκη που έβλεπε γύρω του22 – περνώντας από χωριά-φαντάσματα και μητροπολιτικές λεωφόρους. Με γρήγορες πινελιές, χρησιμοποιώντας μαύρο μελάνι και την τεχνική του ξηρού πινέλου, ο Abedin αποδίδει έναν ισχνό άνδρα να σκύβει πάνω από έναν ξεχειλισμένο κάδο σκουπιδιών, καθώς διαγκωνίζεται με άλλους επιζώντες και αδέσποτους σκύλους για απομεινάρια τροφής. Σε ένα άλλο από τα «σκίτσα του λιμού» διακρίνεται μια ηλικιωμένη γυναίκα με εκτεθειμένα τα οστά στα πλευρά της να περπατάει μαζί με ένα νεαρό κορίτσι που κρατάει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Είναι και οι δύο ανυπόδητες και φαίνονται σε προφίλ, σαν να αναζητούν τρόπο διαφυγής. Η γυναίκα έχει ταλαιπωρημένο αλλά και αποφασισμένο βλέμμα· αρπάζει ένα άδειο πιάτο, σε αναζήτηση ίσως κάποιας κοινοτικής καντίνας ή κάποιου προσφερόμενου συσσιτίου στην περιοχή. Κοράκια συχνά εμφανίζονται στα σχέδια του Abedin, ως απειλητικά πλάσματα που περικυκλώνουν τα θύματα, ως αλληγορική απεικόνιση του «κακού καιροσκόπου». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ζούσε με πενιχρό εισόδημα την εποχή εκείνη και φιλοτέχνησε αυτά τα ιστορικά σχέδια στο φθηνότερο διαθέσιμο χαρτί, μερικές φορές χρησιμοποιώντας ακόμη και χαρτόνι συσκευασίας. Μια παρουσίαση ενός αυτόπτη μάρτυρα σε κατάσταση απόλυτης υλικής ένδειας.
Έχοντας μεγαλώσει στην ηρεμία της λεκάνης του ποταμού Βραχμαπούτρα, ο Abedin ξεκίνησε ως ζωγράφος καθημερινών και ποιμενικών τοπίων ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας. «Ο ποταμός είναι ο μεγάλος μου δάσκαλος», φέρεται να είπε κάποτε.23 Ο λιμός άλλαξε παντελώς τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τα πράγματα, καθώς το ποτάμι έγινε τόπος τραυματικός, πλημμυρισμένος θάνατο. Ο Abedin αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του σε πολιτιστικές διοργανώσεις και στον εκπαιδευτικό ακτιβισμό, δουλεύοντας σε ολόκληρη τη χερσόνησο, που σύντομα επρόκειτο να διχοτομηθεί. Έργα του δημοσιεύονταν στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος People’s War, μαζί με άλλων συντρόφων του καλλιτεχνών όπως ο Chittaprosad Bhattacharya και ο φωτογράφος Sunil Janah,24 ενώ υπήρξε και μέλος της Ένωσης Αντιφασιστών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών της Βεγγάλης.25
Η κυβέρνηση, ωθούμενη από ανησυχία για εχθρικά αισθήματα στις κοινότητες της Βεγγάλης και ανάμεσα στους ηγέτες του κινήματος Satyagraha –που υιοθετούσαν τον δρόμο της μη βίαιης αντίστασης σύμφωνα με τον Γκάντι–, ακολούθησε πολιτική καμένης γης στις αποικίες γύρω από τον Ινδικό Ωκεανό. Έτσι, η θεωρούμενη διπλή απειλή αντιποίνων από τους ντόπιους και η παράδοση εδαφών στις δυνάμεις του Άξονα είχε ως συνέπεια την απάνθρωπη καταστροφή των πόρων της γης. Μεστωμένα χωράφια και αποθήκες εξολοθρεύτηκαν και ζωτικής σημασίας υποδομή, όπως γαίες και συστήματα ύδρευσης, καταστράφηκε. Αυτοκρατορικές πολιτικές, όπως η Πολιτική Άρνησης Πλοίων και η Πολιτική Άρνησης Ρυζιού, σήμαιναν ότι σοδειές που είχαν μόλις μαζευτεί καίγονταν ή ρίχνονταν στο ποτάμι. Η καταστροφή πολλών πλεούμενων κατά τις ερευνητικές επιχειρήσεις πάγωσε το δίκτυο πλοήγησης, ελαχιστοποιώντας τον αριθμό σκαφών που έφερναν τους ψαράδες στις τοπικές αγορές και οδηγώντας στην αποδιοργάνωση του εμπορίου στο δέλτα που διευκόλυνε τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων.15
Σε ένα μυθιστόρημα του 1944, του Amarendra Ghose, ένας χαρακτήρας αποκαλύπτει τη δυσπιστία του για την καταστροφή των σκαφών στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής: «Θα πιάσουν τις βάρκες! Θα πιάσουν τις βάρκες! – Μη σας ξεφύγουν αυτά τα κακά λόγια. Τι είναι αυτό το moger mulluck; [Τι χάος είναι αυτό στον κόσμο μας;]».16
Αυτή η ατμόσφαιρα του σοκ αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του λιμού ως πραγματικότητα των άκρων, έτσι ώστε το φάντασμα της μνήμης του να μπορεί να στοιχειοθετείται μόνο ως παραμορφωμένη αναπαράσταση – σαν ένας μακάβριος κόσμος χάους. Καθώς οι συστημικές αυτές ρήξεις ανασύρθηκαν στην επιφάνεια, χιλιάδες οικογένειες έμειναν χωρίς δουλειά, πεινασμένες και εγκαταλειμμένες ενώ η αγριότητα του Λιμού της Βεγγάλης αυξανόταν – κι όμως, όλο και μεγαλύτερα τμήματα προσφύγων και στρατιωτικού προσωπικού εξακολουθούσαν να αναζητούν ασφάλεια στις πληγείσες περιοχές.
Ο Ρώσος διανοούμενος και φιλόλογος Dmitry Likhachev, επιζών του αποκλεισμού-λιμού κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ (1941-1944), είπε χαρακτηριστικά ότι «την εποχή της πείνας οι άνθρωποι αποκαλύφθηκαν, απογυμνώθηκαν, απελευθερώθηκαν από τα περιττά στολίδια. Μερικοί αποδείχθηκαν θαυμάσιοι, ασύγκριτοι ήρωες, άλλοι αχρείοι, κακοποιοί, δολοφόνοι, κανίβαλοι. Δεν υπήρχαν ημίμετρα».17 Το ηθικό σύμπλεγμα του λιμού δένει θύματα και θύτες σε έναν τοξικό δεσμό. Οι πολυμήχανοι συνήθως επιβιώνουν των υπολοίπων. Αποκαλύπτοντας μελανότερους τόνους στο ανθρώπινο πνεύμα, οι λιμοί δημιουργούν, σύμφωνα με τον Cormac Ó Gráda, «τις δικές τους εκδοχές εκείνου που ο επιζών του Άουσβιτς Primo Levi ονόμασε “γκρίζες ζώνες”, όπου οι επιζώντες είναι πιθανότερο να είναι ισχυρότεροι και σοφότεροι, με λιγότερους ενδοιασμούς και πιο αδίστακτοι και σκληροί».18 Στη Βεγγάλη, ο λιμός επέφερε μια ανισορροπία στα φύλα, όπου μεγάλος αριθμός γυναικών αφέθηκε να πεθάνει από την πείνα, καθώς δόθηκε προτεραιότητα στα αρσενικά μέλη της οικογένειας, ενώ χιλιάδες κατέφυγαν στην πορνεία κατά την αποκορύφωση της έλλειψης τροφίμων.19
Ο Λιμός της Βεγγάλης χάραξε ένα ολισθηρό μονοπάτι χρέους. Εκτός από τους απαλλοτριωμένους πόρους που τροφοδότησαν τις πολεμικές ανάγκες της Βρετανίας, απόντες γαιοκτήμονες που ζούσαν στην Καλκούτα και σε άλλες πόλεις συνέχισαν να χρεώνουν υψηλά επιτόκια στους επίμορτους, στους ακτήμονες και στους εργάτες που αμείβονταν με ημερομίσθιο. Παρά τις εξεγέρσεις των χωρικών και τις πορείες διαμαρτυρίας κατά της πείνας σε όλη την ύπαιθρο, οι αγρότες κλήθηκαν να διευθετήσουν τα παλαιά χρέη γιατί υπήρχε μηδενική ρευστότητα στην αγορά. Οικογένειες κατέρρεαν ενώ οι δεσμοί συγγένειας έδιναν τη θέση τους στην απληστία, στην κλοπή και στη μετανάστευση των απελπισμένων. Πείνα και χρέη συμπλέκονταν διαβρωτικά σε έναν φαύλο κύκλο φθίνουσας απόδοσης. Αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να σημαίνει η ανάγνωση του The Making of the Indebted Man [Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου] του κοινωνιολόγου-φιλοσόφου Maurizio Lazzarato στην οικονομία της εκμετάλλευσης που μόχλευσε η αποικιοκρατική διακυβέρνηση, και μάλιστα μέσα στο σχήμα αυτό, του λιμού ως επινόησης συμφοράς με προεκτάσεις γενοκτονίας. Οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες κεφάλαιο χειραγωγούνται μέχρι ολόκληρη η κοινωνία να καταχρεωθεί.20 Στην περίπτωση του Λιμού της Βεγγάλης η εξαθλίωση του καταχρεωμένου ανθρώπου επήλθε ως συνέπεια της συστημικής παραμέλησης της γης εκ μέρους του ανθρώπου, τότε ακριβώς που πρωτοεπινοήθηκε ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» 21 και η παγκόσμια αποικιοκρατία αγωνιζόταν να «διαχειριστεί» το υποδουλωμένο κεφάλαιό της, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Μια νέα εικονογραφία της αθλιότητας παράγεται σε καιρούς λιμού, και όμως η γλώσσα ουσιαστικά αποτυγχάνει να συλλάβει αυτή την απόλυτη πτώση στην απελπισία. (Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στις συναισθηματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας και στην εμπειρία της ενδημικής πείνας: Αυτό δεν έχει ερευνηθεί αρκετά στις μελέτες για την κληρονομιά του λιμού.) Σε ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία οι καλλιτέχνες αναλαμβάνουν την πρόκληση της αναπαράστασης και ακριβώς αυτοί υπήρξαν οι βασικοί χρονικογράφοι των ανθρωπογενών τραγωδιών. Ο James Mahony, επί παραδείγματι, δημοσίευσε το Sketches in the West of Ireland στη διάρκεια της Μεγάλης Πείνας. Στο χαρακτικό του Woman Begging at Clonakilty, που δημοσιεύθηκε στο Illustrated London News (13 Φεβρουαρίου 1847), μια γυναίκα με το κεφάλι καλυμμένο πλησιάζει προς το πρώτο επίπεδο κρατώντας ένα αποσκελετωμένο μωρό με το δεξί χέρι. Ζυγιάζει προσεκτικά αυτό το μικροσκοπικό πτώμα καθώς απλώνει τον δίσκο της επαιτείας σε ένα αόρατο κοινό, ζητώντας ελεημοσύνη για να αγοράσει φέρετρο για τη νεκρή κόρη της. Αυτή η μορφή συλλαμβάνει μια κάποια συμβολική οικουμενικότητα, αλλά θυμίζει επίσης τα σκίτσα από τον λιμό ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Βεγγάλης και εκπαιδευτικό, του Zainul Abedin (1914-1976), ο οποίος ήταν στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής του όταν χτύπησε η συμφορά. Ο Abedin παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή στο Κυβερνητικό Σχολείο Τεχνών στην Καλκούτα για να καταγράψει τη φρίκη που έβλεπε γύρω του22 – περνώντας από χωριά-φαντάσματα και μητροπολιτικές λεωφόρους. Με γρήγορες πινελιές, χρησιμοποιώντας μαύρο μελάνι και την τεχνική του ξηρού πινέλου, ο Abedin αποδίδει έναν ισχνό άνδρα να σκύβει πάνω από έναν ξεχειλισμένο κάδο σκουπιδιών, καθώς διαγκωνίζεται με άλλους επιζώντες και αδέσποτους σκύλους για απομεινάρια τροφής. Σε ένα άλλο από τα «σκίτσα του λιμού» διακρίνεται μια ηλικιωμένη γυναίκα με εκτεθειμένα τα οστά στα πλευρά της να περπατάει μαζί με ένα νεαρό κορίτσι που κρατάει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Είναι και οι δύο ανυπόδητες και φαίνονται σε προφίλ, σαν να αναζητούν τρόπο διαφυγής. Η γυναίκα έχει ταλαιπωρημένο αλλά και αποφασισμένο βλέμμα· αρπάζει ένα άδειο πιάτο, σε αναζήτηση ίσως κάποιας κοινοτικής καντίνας ή κάποιου προσφερόμενου συσσιτίου στην περιοχή. Κοράκια συχνά εμφανίζονται στα σχέδια του Abedin, ως απειλητικά πλάσματα που περικυκλώνουν τα θύματα, ως αλληγορική απεικόνιση του «κακού καιροσκόπου». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ζούσε με πενιχρό εισόδημα την εποχή εκείνη και φιλοτέχνησε αυτά τα ιστορικά σχέδια στο φθηνότερο διαθέσιμο χαρτί, μερικές φορές χρησιμοποιώντας ακόμη και χαρτόνι συσκευασίας. Μια παρουσίαση ενός αυτόπτη μάρτυρα σε κατάσταση απόλυτης υλικής ένδειας.
Έχοντας μεγαλώσει στην ηρεμία της λεκάνης του ποταμού Βραχμαπούτρα, ο Abedin ξεκίνησε ως ζωγράφος καθημερινών και ποιμενικών τοπίων ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας. «Ο ποταμός είναι ο μεγάλος μου δάσκαλος», φέρεται να είπε κάποτε.23 Ο λιμός άλλαξε παντελώς τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τα πράγματα, καθώς το ποτάμι έγινε τόπος τραυματικός, πλημμυρισμένος θάνατο. Ο Abedin αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του σε πολιτιστικές διοργανώσεις και στον εκπαιδευτικό ακτιβισμό, δουλεύοντας σε ολόκληρη τη χερσόνησο, που σύντομα επρόκειτο να διχοτομηθεί. Έργα του δημοσιεύονταν στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος People’s War, μαζί με άλλων συντρόφων του καλλιτεχνών όπως ο Chittaprosad Bhattacharya και ο φωτογράφος Sunil Janah,24 ενώ υπήρξε και μέλος της Ένωσης Αντιφασιστών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών της Βεγγάλης.25
Ο ζόφος της πείνας
Αν όμως παρατηρούσαμε το παράδειγμα της νεωτερικότητας ως δείκτη της πείνας; Η πείνα και η ελευθερία είναι συνδεδεμένες στο πλαίσιο ενός αφηρημένου κοινωνικού αστερισμού ανθρώπινων αρχών· πείνα και πολιτική λειτουργούν σε σταθερότερο, κοινό έδαφος σε ιστορίες καταπίεσης. Ο λιμός είναι μια μείωση του λογικού, μια μέθοδος που επαναφέρει την ανυπάκουη συνείδηση στην τάξη και κατοχυρώνει την απάθεια του κράτους και της άρχουσας τάξης. Επειδή η πείνα δημιουργεί ένα κενό στην ανθρώπινη ιδιότητα –μια ρωγμή στους δομικούς όρους της ζωής–, η ίδια η ιδέα της προόδου πεθαίνει εννοιολογικά από έλλειψη τροφής σε τέτοιες περιόδους κοινωνικοπεριβαλλοντικής τυραννίας.
Όσο ο κονιορτός της πείνας εξαπλωνόταν στην αγροτική Βεγγάλη, οι φήμες περί έλλειψης τροφίμων καταπνίγονταν βάναυσα, ενώ η αποικιακή κυβέρνηση χρησιμοποιούσε τη διοικητική της ισχύ για να φιμώσει τις διαδόσεις και να λογοκρίνει τις δημοσιογραφικές αναφορές προκειμένου να προστατέψει την πολεμική οικονομία. Στην εβδομαδιαία εφημερίδα Harijan ο συντάκτης της Mohandas Karamchand Gandhi προειδοποιούσε στις 19 Ιανουαρίου 1942 για τον κίνδυνο να χειροτερέψουν οι ελλείψεις όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος: «Δεν γίνονται εισαγωγές από το εξωτερικό, είτε τροφίμων είτε υφασμάτων». Συμβούλευε τους χωρικούς «να καλλιεργούν μπανάνες, παντζάρια, γιαμ και κολοκύθες».26
Ανάμεσα στα πειράματα μη βίαιης αντίστασης του Γκάντι η απεργία πείνας ήταν αυτή που παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Κρατούμενος στο πλαίσιο του κινήματος ανυπακοής μαζί με αρκετούς ηγέτες του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου που διαμαρτύρονταν κατά της βρετανικής εξουσίας, κατέφυγε και πάλι στην απόλυτη νηστεία. Στις 18 Φεβρουαρίου 1943 η εφημερίδα The Spectator είχε πρωτοσέλιδο τίτλο: «Η νηστεία του κ. Γκάντι» και το άρθρο αναφερόταν στις πρώτες οκτώ ημέρες απεργίας πείνας του Γκάντι και στην αλληλογραφία του με τον αντιβασιλέα Linlithgow.27 Ο αντιβασιλέας εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, περιγράφοντας τη νηστεία ως «μορφή πολιτικού εκβιασμού» και υποστηρίζοντας ότι αν υποχωρούσε στα αιτήματα που διατυπώθηκαν θα φαινόταν αδύναμη η αποικιακή κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Arjun Appadurai αντιμετώπισε την πολιτική της πείνας του Γκάντι ως συγκεκριμένη γενεαλογία που χρησιμοποιεί την ηθική της άρνησης, μια ουσιαστική καλλιέργεια της αυτοσυγκράτησης ως συμβολικής απελευθέρωσης.28
Οι πράξεις του Γκάντι παρουσιάστηκαν ευρέως από τον βρετανικό τύπο ως «νηστεία πολυτελείας»29 παρά ως μετωπική σύγκρουση ζωής και θανάτου με το αυτοκρατορικό κράτος, παρουσιάζοντας τον ίδιο ως έναν καφκικό «καλλιτέχνη της πείνας», ενώ γύρω του η Βεγγάλη πεινούσε υποχρεωτικά. Ακόμη και κάτω από αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, πάντως, οι περισσότεροι στη χώρα συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη διαμαρτυρία του Μαχάτμα.
Στο εισαγωγικό σχέδιο με τίτλο Humanity Dehumanised ο Chittaprosad απεικονίζει καθισμένους στη γωνιά της σελίδας έναν νεαρό πατέρα και το παιδί του· και οι δύο είναι αποχαυνωμένοι και υποσιτισμένοι. Μια λεζάντα προτρέπει τον αναγνώστη να αναλογιστεί τη ζωή εκείνων που έχασαν τους πλησιέστερους συγγενείς τους και την προγονική τους γη. Η εγκατάλειψη φωλιάζει στην καρδιά του Hungry Bengal καθώς ο καλλιτέχνης-ακτιβιστής διερευνά προσωπικές αφηγήσεις εκείνων που βρίσκονταν στο χείλος της ανυπαρξίας. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού τεκμηρίωσης ο Chittaprosad εντόπισε μια φιγούρα να κρύβεται σε ένα χωράφι, την οποία περιέγραψε ως «ένα μαύρο κουκλάκι από κόκαλα» – το παιδί αυτό, που το όνομά του ήταν Ανάντα, είχε χάσει την οικογένειά του από την επιδημία χολέρας και είχε παραιτηθεί ψυχολογικά, μην μπορώντας να αντεπεξέλθει. Ο καλλιτέχνης τον έσωσε και αγωνίστηκε για την ανάρρωση του παιδιού. Ο Chittaprosad σχεδίασε επίσης μια αφίσα για την περίφημη ταινία Do Bigha Zamin (1953), σε σκηνοθεσία του Bimal Roy, στην οποία τοποθέτησε τη φιγούρα ενός χωρικού στο κέντρο ενός χωραφιού κατεστραμμένου εξαιτίας του λιμού. Αντλώντας στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, η ταινία του Roy παρουσιάζει την απελπισμένη ζωή ενός αγρότη που υποφέρει πολλές δυστυχίες για να σώσει λιγότερα από τέσσερα στρέμματα προγονικής γης από τα χέρια ενός τοπικού τοκογλύφου που θέλει να πουλήσει το χωράφι για να οικοδομηθεί ένας μύλος.
Αν όμως παρατηρούσαμε το παράδειγμα της νεωτερικότητας ως δείκτη της πείνας; Η πείνα και η ελευθερία είναι συνδεδεμένες στο πλαίσιο ενός αφηρημένου κοινωνικού αστερισμού ανθρώπινων αρχών· πείνα και πολιτική λειτουργούν σε σταθερότερο, κοινό έδαφος σε ιστορίες καταπίεσης. Ο λιμός είναι μια μείωση του λογικού, μια μέθοδος που επαναφέρει την ανυπάκουη συνείδηση στην τάξη και κατοχυρώνει την απάθεια του κράτους και της άρχουσας τάξης. Επειδή η πείνα δημιουργεί ένα κενό στην ανθρώπινη ιδιότητα –μια ρωγμή στους δομικούς όρους της ζωής–, η ίδια η ιδέα της προόδου πεθαίνει εννοιολογικά από έλλειψη τροφής σε τέτοιες περιόδους κοινωνικοπεριβαλλοντικής τυραννίας.
Όσο ο κονιορτός της πείνας εξαπλωνόταν στην αγροτική Βεγγάλη, οι φήμες περί έλλειψης τροφίμων καταπνίγονταν βάναυσα, ενώ η αποικιακή κυβέρνηση χρησιμοποιούσε τη διοικητική της ισχύ για να φιμώσει τις διαδόσεις και να λογοκρίνει τις δημοσιογραφικές αναφορές προκειμένου να προστατέψει την πολεμική οικονομία. Στην εβδομαδιαία εφημερίδα Harijan ο συντάκτης της Mohandas Karamchand Gandhi προειδοποιούσε στις 19 Ιανουαρίου 1942 για τον κίνδυνο να χειροτερέψουν οι ελλείψεις όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος: «Δεν γίνονται εισαγωγές από το εξωτερικό, είτε τροφίμων είτε υφασμάτων». Συμβούλευε τους χωρικούς «να καλλιεργούν μπανάνες, παντζάρια, γιαμ και κολοκύθες».26
Ανάμεσα στα πειράματα μη βίαιης αντίστασης του Γκάντι η απεργία πείνας ήταν αυτή που παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Κρατούμενος στο πλαίσιο του κινήματος ανυπακοής μαζί με αρκετούς ηγέτες του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου που διαμαρτύρονταν κατά της βρετανικής εξουσίας, κατέφυγε και πάλι στην απόλυτη νηστεία. Στις 18 Φεβρουαρίου 1943 η εφημερίδα The Spectator είχε πρωτοσέλιδο τίτλο: «Η νηστεία του κ. Γκάντι» και το άρθρο αναφερόταν στις πρώτες οκτώ ημέρες απεργίας πείνας του Γκάντι και στην αλληλογραφία του με τον αντιβασιλέα Linlithgow.27 Ο αντιβασιλέας εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, περιγράφοντας τη νηστεία ως «μορφή πολιτικού εκβιασμού» και υποστηρίζοντας ότι αν υποχωρούσε στα αιτήματα που διατυπώθηκαν θα φαινόταν αδύναμη η αποικιακή κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Arjun Appadurai αντιμετώπισε την πολιτική της πείνας του Γκάντι ως συγκεκριμένη γενεαλογία που χρησιμοποιεί την ηθική της άρνησης, μια ουσιαστική καλλιέργεια της αυτοσυγκράτησης ως συμβολικής απελευθέρωσης.28
Οι πράξεις του Γκάντι παρουσιάστηκαν ευρέως από τον βρετανικό τύπο ως «νηστεία πολυτελείας»29 παρά ως μετωπική σύγκρουση ζωής και θανάτου με το αυτοκρατορικό κράτος, παρουσιάζοντας τον ίδιο ως έναν καφκικό «καλλιτέχνη της πείνας», ενώ γύρω του η Βεγγάλη πεινούσε υποχρεωτικά. Ακόμη και κάτω από αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, πάντως, οι περισσότεροι στη χώρα συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη διαμαρτυρία του Μαχάτμα.
Σώματα που χθες αγωνίζονταν για την ελευθερία μας και σήμερα κυριολεκτικά τα τρώνε σκύλοι και γύπες. Έτσι τιμά ένα έθνος τους αγωνιστές του;Το Hungry Bengal, του Chittaprosad, που γράφτηκε ως ταξιδιωτική αναφορά στον λιμό που έπληξε την περιοχή Μίντναπορ τον Νοέμβριο του 1943, λογοκρίθηκε και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία από τη βρετανική κυβέρνηση. Οι εμπρηστικές εικόνες του όμως συνεχίζουν να συγκινούν ως μαρτυρία της κλιμακούμενης τραγωδίας. Αν και τα περισσότερα αντίτυπα κάηκαν, μια πρόσφατα αναδημοσιευμένη πανομοιότυπη έκδοση κυκλοφορεί σήμερα. Η επική αφήγηση του Chittaprosad για τις επιχειρήσεις μαζικής λιμοκτονίας και αποικιοκρατικής δουλείας αρχίζει στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού:
–Chittaprosad Bhattacharya, Hungry Bengal (1943)
Στον συνωστισμό του βαγονιού του τρένου στην πορεία προς το Μίντναπορ σκηνές από την καθημερινότητα στα πεζοδρόμια της Καλκούτας έρχονταν διαρκώς στον νου μου: Η παρέλαση των αποστεωμένων, αβοήθητων ζωντανών σκελετών που κάποτε αποτελούσαν την επαρχιακή κοινωνία της Βεγγάλης – ψαράδες, βαρκάρηδες, κεραμοποιοί, καλαθοποιοί, αγρότες, ολόκληρες οικογένειες· τα πέντε πτώματα που μέτρησα ένα πρωί στη μικρή απόσταση από την οδό Amherst ως τον σταθμό Sealdah.30Σε αυτές τις αναδρομές στο παρελθόν που συναντά ο αναγνώστης στην αρχή του Hungry Bengal οι δρόμοι του χωριού και της πόλης συνδέονται με την ακατανίκητη επιθυμία για έξοδο. Ωστόσο, η κατάσταση στην «άλλη πλευρά» ήταν ζοφερή, καθώς οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τα θύματα του λιμού, φοβούμενες ότι θα ξεσπάσει επιδημία και θα εξαντληθούν και οι λίγοι πόροι που απέμεναν. Η σιδηροδρομική γραμμή παρέμεινε ζωτικής σημασίας για τη δημόσια διανομή του δελτίου ρυζιού και αλευριού, αλλά σε αυτές τις δύσκολες ώρες ακόμη και τα αποθέματα της βοήθειας έκαναν φτερά καθ’ οδόν, ενώ ιδιώτες που διατηρούσαν αποθέματα συνέχιζαν τις κερδοσκοπικές κινήσεις τους που επέτειναν τις ελλείψεις, και μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό έφτανε στις κοινότητες μέσω των κέντρων βοήθειας και των κοινοτικών μαγειρείων που λειτουργούσαν υπό την Επιτροπή Βοήθειας της Βεγγάλης.
Στο εισαγωγικό σχέδιο με τίτλο Humanity Dehumanised ο Chittaprosad απεικονίζει καθισμένους στη γωνιά της σελίδας έναν νεαρό πατέρα και το παιδί του· και οι δύο είναι αποχαυνωμένοι και υποσιτισμένοι. Μια λεζάντα προτρέπει τον αναγνώστη να αναλογιστεί τη ζωή εκείνων που έχασαν τους πλησιέστερους συγγενείς τους και την προγονική τους γη. Η εγκατάλειψη φωλιάζει στην καρδιά του Hungry Bengal καθώς ο καλλιτέχνης-ακτιβιστής διερευνά προσωπικές αφηγήσεις εκείνων που βρίσκονταν στο χείλος της ανυπαρξίας. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού τεκμηρίωσης ο Chittaprosad εντόπισε μια φιγούρα να κρύβεται σε ένα χωράφι, την οποία περιέγραψε ως «ένα μαύρο κουκλάκι από κόκαλα» – το παιδί αυτό, που το όνομά του ήταν Ανάντα, είχε χάσει την οικογένειά του από την επιδημία χολέρας και είχε παραιτηθεί ψυχολογικά, μην μπορώντας να αντεπεξέλθει. Ο καλλιτέχνης τον έσωσε και αγωνίστηκε για την ανάρρωση του παιδιού. Ο Chittaprosad σχεδίασε επίσης μια αφίσα για την περίφημη ταινία Do Bigha Zamin (1953), σε σκηνοθεσία του Bimal Roy, στην οποία τοποθέτησε τη φιγούρα ενός χωρικού στο κέντρο ενός χωραφιού κατεστραμμένου εξαιτίας του λιμού. Αντλώντας στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, η ταινία του Roy παρουσιάζει την απελπισμένη ζωή ενός αγρότη που υποφέρει πολλές δυστυχίες για να σώσει λιγότερα από τέσσερα στρέμματα προγονικής γης από τα χέρια ενός τοπικού τοκογλύφου που θέλει να πουλήσει το χωράφι για να οικοδομηθεί ένας μύλος.
Το Hungry Bengal, επιπλέον, σκιαγραφεί την απαγόρευση από
την κυβέρνηση των δημόσιων συναθροίσεων για να αντιμετωπίσει την κρίση
επισιτισμού και δείχνει πώς η αστυνομία συστηματικά έκανε κατάσχεση και
έσκιζε τις αφίσες και τις προκηρύξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της
Ινδίας που καλούσαν σε αλληλεγγύη στον αγώνα κατά του λιμού και ζητούσαν
την απελευθέρωση των κρατούμενων εθνικών ηγετών. Μαζί με τον
Chittaprosad, ο Janah ακολούθησε τον λιμό μέσα από τον φακό μιας
Rolleiflex. Ήταν τότε μέλος της Φοιτητικής Ομοσπονδίας και επέλεξε να
εγκαταλείψει τις σπουδές του για να ταξιδέψει στην ινδική ύπαιθρο με την
ενθάρρυνση του Puran Chand Joshi, γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Ινδίας, υπό την επιρροή του οποίου το κόμμα εντάχθηκε στην
Τρίτη Διεθνή και διατήρησε αντιφασιστική στάση.31
Οι δυνατές μαυρόασπρες σπουδές του Janah συλλαμβάνουν τη γενοκτονία που
σαρώνει την αδιαίρετη Βεγγάλη, που περιλαμβάνει το σημερινό κρατίδιο
της Οντίσα (πρώην Ορίσα) καθώς και το Μπανγκλαντές, και δείχνουν πώς ο
λιμός προκάλεσε την κυριολεκτική αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας. Οι
εικόνες του δημοσιεύτηκαν στο People’s War, ως εικονογράφηση
ενός κειμένου του Joshi, και αργότερα κυκλοφόρησαν ως ταχυδρομικά
δελτάρια με στόχο τη συλλογή οικονομικής βοήθειας για την ανθρωπιστική
καταστροφή. Η αναδημοσίευση του φωτογραφικού αρχείου του σε
κομμουνιστικές εφημερίδες σε ολόκληρο τον κόσμο προανήγγειλε την
καταστροφή του στο εξωτερικό. Είναι περίεργη αίσθηση να βλέπεις τις
απεικονίσεις των θυμάτων του λιμού του Janah δίπλα σ’ εκείνες επιζώντων
του Ολοκαυτώματος, συμπλέκοντας δραματικά τις παγκόσμιες επιχειρήσεις
του φασισμού και της αποικιοκρατίας ως δίκτυα βαθύτατης βίας.
Αυτές οι ανθρωπιστικές προβολές γέμισαν το κενό που άφησαν ο αποικιακός τύπος και οι επίσημες στατιστικές, που υποβίβαζαν δραστικά τον αριθμό θανάτων. Ο αποτρόπαιος ρεαλισμός κορυφωνόταν καθώς ο Chittaprosad περνούσε μέσα από ερειπωμένα χωριά και ξεχερσωμένα χωράφια, αντικρίζοντας μόνο σκόρπια κρανία, υπολείμματα οστών και λεηλατημένα σπίτια. Σε μια κινηματογραφημένη συνέντευξη χρόνια μετά έλεγε: «Αντιπροσωπεύω την παράδοση των ηθικολόγων και των πολιτικών αναμορφωτών. Το να σώζεις ανθρώπους σημαίνει να σώζεις την ίδια την τέχνη. Η δραστηριότητα ενός καλλιτέχνη είναι η ενεργή άρνηση του θανάτου».32
Αυτές οι ανθρωπιστικές προβολές γέμισαν το κενό που άφησαν ο αποικιακός τύπος και οι επίσημες στατιστικές, που υποβίβαζαν δραστικά τον αριθμό θανάτων. Ο αποτρόπαιος ρεαλισμός κορυφωνόταν καθώς ο Chittaprosad περνούσε μέσα από ερειπωμένα χωριά και ξεχερσωμένα χωράφια, αντικρίζοντας μόνο σκόρπια κρανία, υπολείμματα οστών και λεηλατημένα σπίτια. Σε μια κινηματογραφημένη συνέντευξη χρόνια μετά έλεγε: «Αντιπροσωπεύω την παράδοση των ηθικολόγων και των πολιτικών αναμορφωτών. Το να σώζεις ανθρώπους σημαίνει να σώζεις την ίδια την τέχνη. Η δραστηριότητα ενός καλλιτέχνη είναι η ενεργή άρνηση του θανάτου».32
Ο δημογράφος και οικονομολόγος Thomas Malthus διαιώνισε την αντίληψη
ότι η πείνα είναι ένα φυσικό φαινόμενο και η κατάρα των «κακών εποχών»
πάνω σε έναν πληθυσμό που αυξάνεται υπερβολικά. Το 1798, ο Malthus
αναφέρθηκε σε αυτό ως «το τελευταίο και φρικτότερο μέσο που μετέρχεται η
φύση»,33
παρουσιάζοντάς το ως αναγκαίο διορθωτικό μέσο για την εξισορρόπηση της
αναλογίας πληθυσμού και διαθέσιμης τροφής στον πλανήτη. Η αντίληψη του
λιμού ως αναπόφευκτου αποτελεί ανά τους αιώνες κατασκευασμένο ψεύδος που
αντλεί εγκυρότητα από τους μύθους. Στο 11ο Βιβλίο του βαβυλωνιακού Έπους του Γκιλγκαμές οι θεοί μεσολαβούν για να μετριάσουν τον πληθυσμό όταν «οι άνθρωποι έγιναν πολλοί, […] η γη μούγκριζε όπως τα άγρια βόδια».34
Η ίδια η έννοια της αποκάλυψης εμπεριέχει ένα αφήγημα λιμού – από τις
βιβλικές περιγραφές της θεομηνίας ως τις ινδουιστικές θεότητες που
προφυλάσσουν την ανθρωπότητα από τις φυσικές καταστροφές. Σε σύγκριση με
άλλες θεομηνίες όμως –πλημμύρες, σεισμούς, εκρήξεις ηφαιστείων– ο
χρόνος εκδήλωσης και η κλίμακα ενός λιμού είναι πιο δύσκολο να μετρηθούν
και να τεθούν υπό έλεγχο. Η πείνα δεν υπόκειται σε μετρήσεις, καθώς
κουβαλά συγκεκριμένο πολιτικό φορτίο. Δεν μπορεί ποτέ ίσως να
υπολογιστεί πραγματικά με διατροφικούς όρους. Η υποκειμενική κατασκευή
της πείνας λειτουργεί σε γαστρικό επίπεδο –στην αρχιτεκτονική των
εντοσθίων και των εγκεφαλικών ερεθισμάτων στο ανθρώπινο σώμα–, επίσης
όμως υπερβαίνει το σωματικό επίπεδο στην εμπειρία της όρεξης και της
πλήρωσης ως στοιχειωδών εγγραφών που καθορίζουν το επίπεδο της ενσώματης
ελευθερίας που κατέχει κάθε άτομο. Δεν υπάρχει κάποιος κοινός δείκτης
που να περιγράφει τον συνολικό αντίκτυπο του λιμού και εδώ η ανθρώπινη
εμπειρία και τα καθεστώτα διακυβέρνησης γίνονται αλληλένδετα.35
Τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια για τον λιμό ούτε τα συλλαμβάνει
κάποιο επιστημονικό όργανο ούτε μπορούν να αποτυπωθούν σε κάποιο
διάγραμμα, μπορούν όμως να ανιχνευτούν αν παρατηρηθεί ένας λαός – η
ψυχραιμία του, η αγοραστική του ικανότητα, το επίπεδο χειραφέτησης.
Αν και οι Βρετανοί επέμεναν ότι είχαν σώσει την Ινδία από «αιώνια πείνα», δεν ήταν λίγοι οι αξιωματούχοι που ταράχτηκαν όταν Ινδοί εθνικιστές παρέθεσαν ένα απόσπασμα μιας μελέτης του 1878, δημοσιευμένης στο Journal of the Royal Statistical Society, που αντιπαρέβαλλε τους 31 σοβαρούς λιμούς στα 120 χρόνια βρετανικής διακυβέρνησης με τους μόλις 17 καταγεγραμμένους τις προηγούμενες δύο χιλιετίες.36 Ο βικτωριανός Νόμος περί Πτωχών, που προέβλεπε ότι οι φτωχοί πρέπει να εργάζονται για να έχουν πρόσβαση σε βοήθεια στη Βεγγάλη του 19ου αιώνα, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παραδοσιακή νοοτροπία στη Βεγγάλη, σύμφωνα με την οποία η παροχή τροφής σε μια κοινότητα που υποφέρει αποτελούσε πράξη στοιχειώδους πολιτισμού: «Η τροφή θα προσφέρεται αγόγγυστα, όπως ένας πατέρας δίνει τροφή στα παιδιά του».37 Η Αναφορά της Επιτροπής για τον Ινδικό Λιμό (1880) εξετάζει την ξηρασία και τον λιμό του 1661, υπό την αυτοκρατορία των Μογγόλων. Παραμένει ελάχιστα γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Aurangzeb, ο οποίος έχει διασυρθεί στη σύγχρονη εποχή, διεξήγαγε μια υποδειγματική επιχείρηση βοήθειας: Άνοιξε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, χορήγησε ρευστότητα στην αγορά, πούλησε δημητριακά σε μειωμένες τιμές και διένειμε δωρεάν τρόφιμα στους πολύ φτωχούς. Μειώνοντας τους φόρους και τα ενοίκια της καλλιεργήσιμης γης, οι αρχές εξασφάλισαν τη σωτηρία εκατομμυρίων ζωών στις περιοχές που είχαν πληγεί.38
Έλλειψη και αποικιακό φαντασιακό
Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Λιμού του 1921-1922, όταν η συμφορά εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή του ποταμού Βόλγα και των Ουραλίων, ανατριχιαστικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για κανιβαλισμό και αποστέρηση που οδήγησε πολλές χιλιάδες ανθρώπους στην τρέλα μετά την κολεκτιβοποίηση των μπολσεβίκων. Ο Σοβιετικός συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι απευθύνθηκε στον κόσμο σχετικά με αυτή την απάνθρωπη κατάσταση: «Η τραγωδία ήρθε στη χώρα των Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Μεντελέγιεφ, Παβλόφ, Μουσόρσκι, Γκλίνκα και άλλων παγκοσμίως αναγνωρισμένων ανδρών». Όταν τελικά ο Γκόρκι προσέφυγε στον Λένιν, με την ενθάρρυνση του οικονομολόγου και πρώην υπουργού Sergei N. Prokopovich, ιδρύθηκε η Πανρωσική Δημόσια Επιτροπή κατά της πείνας.40 Κατ’ επανάληψη η παγκόσμια κοινότητα βασίστηκε στους διανοούμενους για να προωθήσουν μια πολιτισμένη αντίδραση εν μέσω λιμών και απειλών κατά της ελευθερίας. Η συστημική αδικία της πείνας έχει χρησιμοποιηθεί από καλλιτέχνες, ακτιβιστές, ανθρωπολόγους, δημοσιογράφους και συγγραφείς –συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στο παρόν δοκίμιο– για να αποτυπώσει μια υπενθύμιση του «λογικού» στο συλλογικό φαντασιακό.
Ως επιλογικό σχήμα, θα ήθελα να υπενθυμίσω τον γλύπτη Somnath Hore, ο οποίος έγινε ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας κατά τη διάρκεια του Λιμού της Βεγγάλης και θεωρούσε τον Chittaprosad μέντορά του. Οι Πληγές του Hore, σειρά τυπωμάτων από τη δεκαετία του 1970, με τον πληγιασμένο, απανθρακωμένο χαρτοπολτό τους, φέρουν ανάγλυφες επάνω τους δεκαετίες ανείπωτου πόνου και δυστυχίας –από τον Λιμό της Βεγγάλης ως την αιματηρή διχοτόμηση της Ινδικής Χερσονήσου, τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον πόλεμο για την απελευθέρωση του Μπανγκλαντές– και παραμένουν σήμερα αναμνηστικές πλάκες απώλειας, ένα παλίμψηστο των αξεδιάλυτων ρευμάτων της σύγχρονης ιστορίας. Αυτά τα έργα τέχνης δεν επιδέχονται διαγραφή, στιγματίζοντας την ιστορία ως πληγή. Η πείνα, εντέλει, είναι ο πιο μύχιος εχθρός.
Μετάφραση: Δημήτρης Σαλταμπάσης
Αν και οι Βρετανοί επέμεναν ότι είχαν σώσει την Ινδία από «αιώνια πείνα», δεν ήταν λίγοι οι αξιωματούχοι που ταράχτηκαν όταν Ινδοί εθνικιστές παρέθεσαν ένα απόσπασμα μιας μελέτης του 1878, δημοσιευμένης στο Journal of the Royal Statistical Society, που αντιπαρέβαλλε τους 31 σοβαρούς λιμούς στα 120 χρόνια βρετανικής διακυβέρνησης με τους μόλις 17 καταγεγραμμένους τις προηγούμενες δύο χιλιετίες.36 Ο βικτωριανός Νόμος περί Πτωχών, που προέβλεπε ότι οι φτωχοί πρέπει να εργάζονται για να έχουν πρόσβαση σε βοήθεια στη Βεγγάλη του 19ου αιώνα, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παραδοσιακή νοοτροπία στη Βεγγάλη, σύμφωνα με την οποία η παροχή τροφής σε μια κοινότητα που υποφέρει αποτελούσε πράξη στοιχειώδους πολιτισμού: «Η τροφή θα προσφέρεται αγόγγυστα, όπως ένας πατέρας δίνει τροφή στα παιδιά του».37 Η Αναφορά της Επιτροπής για τον Ινδικό Λιμό (1880) εξετάζει την ξηρασία και τον λιμό του 1661, υπό την αυτοκρατορία των Μογγόλων. Παραμένει ελάχιστα γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Aurangzeb, ο οποίος έχει διασυρθεί στη σύγχρονη εποχή, διεξήγαγε μια υποδειγματική επιχείρηση βοήθειας: Άνοιξε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, χορήγησε ρευστότητα στην αγορά, πούλησε δημητριακά σε μειωμένες τιμές και διένειμε δωρεάν τρόφιμα στους πολύ φτωχούς. Μειώνοντας τους φόρους και τα ενοίκια της καλλιεργήσιμης γης, οι αρχές εξασφάλισαν τη σωτηρία εκατομμυρίων ζωών στις περιοχές που είχαν πληγεί.38
Έλλειψη και αποικιακό φαντασιακό
Πού είναι ο παντοδύναμος λευκός άνθρωπος σήμερα; Ήρθε, έφαγε και έφυγε. Αλλά εμείς είμαστε ακόμη εδώ. Το σημαντικό είναι λοιπόν να παραμείνεις ζωντανός. [...] Άλλωστε, αν καταφέρεις να επιβιώσεις, ποιος ξέρει; Ίσως είναι η σειρά σου να φας αύριο. Ίσως ο γιος σου φέρει τη μερίδα σου στο σπίτι.Κανένας λιμός δεν είναι ίδιος με τους άλλους, αν και τα συμπτώματα, τα χαρακτηριστικά και τα ρυθμιστικά σχήματά τους κυκλοφορούν ως μιμητική πραγματικότητα που συνδέεται στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου, έχοντας αντίκτυπο στη ζωή του πλανήτη και στη μελλοντική πορεία της πολιτικής δεινότητας. Αν και έχει υποστηριχθεί ότι τέτοια τερατώδη φαινόμενα μειώνονται σε αντιστοιχία με την αναπτυξιακή πρόοδο της σύγχρονης εποχής, αξίζει να θυμόμαστε ότι αυτή η μορφή καταστροφής επιβιώνει ως διπλός πράκτορας της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι οι νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις και οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές της κρατικής εξουσίας θα αναπαράγουν στο διηνεκές τις κοινωνικές συνθήκες που επιτρέπουν τον λιμό. Η πλανητική λιμοκτονία παραμένει ένας συλλογικός φόβος που δεν έχει τοποθετηθεί απόλυτα σε έναν παρελθοντικό χρόνο, δεν έχει ποτέ εξαλειφθεί εντελώς. Αν και η λέξη ποικίλλει από γλώσσα σε γλώσσα, όπως και η ετυμολογία της, ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων διέκρινε τα παρακάτω στάδια καθολικής ισχύος: η praesens caritas (τρέχουσα υψηλή τιμή ή σιτοδεία) οδηγεί σε futura fames (μελλοντικό λιμό) και deinde inopia (ένδεια στη συνέχεια).39
–Chinua Achebe, A Man of the People (1966)
Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Λιμού του 1921-1922, όταν η συμφορά εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή του ποταμού Βόλγα και των Ουραλίων, ανατριχιαστικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για κανιβαλισμό και αποστέρηση που οδήγησε πολλές χιλιάδες ανθρώπους στην τρέλα μετά την κολεκτιβοποίηση των μπολσεβίκων. Ο Σοβιετικός συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι απευθύνθηκε στον κόσμο σχετικά με αυτή την απάνθρωπη κατάσταση: «Η τραγωδία ήρθε στη χώρα των Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Μεντελέγιεφ, Παβλόφ, Μουσόρσκι, Γκλίνκα και άλλων παγκοσμίως αναγνωρισμένων ανδρών». Όταν τελικά ο Γκόρκι προσέφυγε στον Λένιν, με την ενθάρρυνση του οικονομολόγου και πρώην υπουργού Sergei N. Prokopovich, ιδρύθηκε η Πανρωσική Δημόσια Επιτροπή κατά της πείνας.40 Κατ’ επανάληψη η παγκόσμια κοινότητα βασίστηκε στους διανοούμενους για να προωθήσουν μια πολιτισμένη αντίδραση εν μέσω λιμών και απειλών κατά της ελευθερίας. Η συστημική αδικία της πείνας έχει χρησιμοποιηθεί από καλλιτέχνες, ακτιβιστές, ανθρωπολόγους, δημοσιογράφους και συγγραφείς –συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στο παρόν δοκίμιο– για να αποτυπώσει μια υπενθύμιση του «λογικού» στο συλλογικό φαντασιακό.
Ως επιλογικό σχήμα, θα ήθελα να υπενθυμίσω τον γλύπτη Somnath Hore, ο οποίος έγινε ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας κατά τη διάρκεια του Λιμού της Βεγγάλης και θεωρούσε τον Chittaprosad μέντορά του. Οι Πληγές του Hore, σειρά τυπωμάτων από τη δεκαετία του 1970, με τον πληγιασμένο, απανθρακωμένο χαρτοπολτό τους, φέρουν ανάγλυφες επάνω τους δεκαετίες ανείπωτου πόνου και δυστυχίας –από τον Λιμό της Βεγγάλης ως την αιματηρή διχοτόμηση της Ινδικής Χερσονήσου, τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον πόλεμο για την απελευθέρωση του Μπανγκλαντές– και παραμένουν σήμερα αναμνηστικές πλάκες απώλειας, ένα παλίμψηστο των αξεδιάλυτων ρευμάτων της σύγχρονης ιστορίας. Αυτά τα έργα τέχνης δεν επιδέχονται διαγραφή, στιγματίζοντας την ιστορία ως πληγή. Η πείνα, εντέλει, είναι ο πιο μύχιος εχθρός.
Μετάφραση: Δημήτρης Σαλταμπάσης
Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το μυθιστόρημα σοσιαλιστικού ρεαλισμού του Bhabani Bhattacharya So Many Hungers! (Λονδίνο: Victor Gollancz, 1947), που έχει ως φόντο τον αγώνα της Ινδίας για ανεξαρτησία και τον Λιμό της Βεγγάλης στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
1 Richard Pankhurst, ‟The Great Ethiopian Famine of 1888-1892: A New Assessmentˮ, Journal of the History of Medicine and Allied Sciences 21, αρ. 1 (Απρίλιος 1966), σ. 95-124.
2 Alexis de Tocqueville, Journey in Ireland: July-August 1835, μτφρ. και επιμ. Emmet Larkin (Ουάσινγκτον, DC: Catholic University of America Press, 1990), σ. 14.
3 Amartya Sen, Development as Freedom (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2001).
4 Brenden Graham, ‟Historical Notes: God and England Made the Irish Famineˮ, Independent, 2 Δεκεμβρίου 1998, ενότητα 3. Στο διαδίκτυο: www.independent.co.uk/arts-entertainment/historical-notes-god-and-england-made-the-irish-famine-1188828.html.
5 William A. Dando, Food and Famine in the 21st Century, τόμ. 1 (Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια: ABC-CLIO, 2012), σ. 222.
6 Amartya Sen, Poverty and Famines: An Essay on Entitlement and Deprivation (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1983), σ. 11-15.
7 Amartya Sen, ‟Ingredients of Famine Analysis: Availability and Entitlementsˮ, The Quarterly Journal of Economics 96, αρ. 3 (Αύγουστος 1981), σ. 433-64.
8 Lawrence James, Churchill and Empire: A Portrait of an Imperialist (Νέα Υόρκη: Pegasus Books, 2014).
9 Ό.π., σ. 302.
10 Madhusree Mukerjee, Churchill’s Secret War: The British Empire and the Ravaging of India During World War II (Νέα Υόρκη: Basic Books, 2010).
11 Δήλωση του αντιβασιλέα Linlithgow στο Κογκρέσο, στο The Indian Annual Register (1939), παρατίθεται στο Devendra Panigrahi, India’s Partition: The Story of Imperialism in Retreat (Νέα Υόρκη: Routledge, 2004), σ. 113.
12 Mukerjee, Churchill’s Secret War, σ. 5.
13 Iftekhar Iqbal, The Bengal Delta: Ecology, State and Social Change, 1840-1943 (Νέα Υόρκη: Springer, 2010), σ. 161-70.
14 Ό.π.
15 Iftekhar Iqbal, ‟The Boat Denial Policy and the Great Bengal Famineˮ, Journal of the Asiatic Society of Bangladesh 56 (2011), σ. 271-82.
16 Ό.π., σ. 273.
17 Anna Reid, Leningrad: Tragedy of a City under Siege 1941-44 (Λονδίνο: Bloomsbury, 2011), χ.α.
18 Cormac Ó Gráda, Eating People Is Wrong and Other Essays on Famine, Its Past, and Its Future (Πρίνστον: Princeton University Press, 2015), σ. 2.
19 Thomas Keneally, Three Famines: Starvation and Politics (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2011), σ. 55.
20 Maurizio Lazzarato, The Making of the Indebted Man: An Essay on the Neoliberal Condition, μτφρ. Joshua David Jordan (Λος Άντζελες: Semiotext(e), 2012), σ. 8-10.
21 George Monbiot, ‟Neoliberalism: The Ideology at the Root of All Our Problemsˮ, The Guardian, 15 Απριλίου 2016. Στο διαδίκτυο: www.theguardian.com/books/2016/apr/15/neoliberalism-ideology-problem-george-monbiot.
22 Nazrul Islam, Zainul Abedin: Art of Bangladesh (Dhaka: Bangladesh Shilpakala Academy, 1997), σ. 16-21.
23 Ό.π.
24 Περισσότερα στοιχεία για το έργο του Sunil Janah είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του καλλιτέχνη: www.suniljanah.org.
25 Ό.π.
26 Mohandas Karamchand Gandhi, παρατίθεται στο Mukerjee, Churchill’s Secret War, σ. 69.
27 Βλ. ‟Mr. Gandhi’s Fastˮ, The Spectator, 19 Φεβρουαρίου 1943. Στο διαδίκτυο: http://archive.spectator.co.uk/article/19th-february-1943/1/mr-gandhis-fast.
28 Nalini Malani και Arjun Appadurai, The Morality of Refusal, documenta 13: 100 Notes–100 Thoughts, αρ. 23 (Όστφιλντερν: Hatje Cantz, 2011).
29 James Vernon, Hunger: A Modern History (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press, 2007), χ.α.
30 Chittaprosad Bhattacharya, Hungry Bengal: A Tour Through Midnapur District in November, 1943 (Νέο Δελχί: DAG Modern, 2011).
31 Ram Rahman, Sunil Janah: Photographs 1940-1960: Vintage Prints from Swaraj Art Archive (Νέο Δελχί: Vijay Kumar Aggarwal, 2014), σ. 9.
32 Chittaprosad Bhattacharya, συνέντευξη στην ταινία Confession, σε σκηνοθεσία Pavel Hobl (1972). Παρατίθεται στο Chittaprosad: Art as Rebellion, κατ. έκθ., Delhi Art Gallery (Βομβάη, 2011).
33 Cormac Ó Gráda, Famine: A Short History (Πρίνστον: Princeton University Press, 2009), σ. 3.
34 Ό.π., σ. 8.
35 Ό.π., σ. 13.
36 Cornelius Walford, ‟The Famines of the World: Past and Presentˮ, Journal of the Royal Statistical Society 41 (1878), σ. 434-42.
37 Thomas Keneally, Three Famines, χ.α.
38 Wallace Ruddell Aykroyd, The Conquest of Famine (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1974), σ. 51.
39 Ó Gráda, Famine: A Short History, σ. 4.
40 Keneally, Three Famines, σ. 287.
No comments:
Post a Comment