Όταν ο άνθρωπος είναι δεμένος με την Γη των Πατέρων του, με τα Ήθη, τα Έθιμα, τις Παραδόσεις και τους Μύθους του Έθνους του, όταν έχει βαθειά χωμένες τις ρίζες του στην Γη, την Καταγωγή και την Ιστορία του Λαού του, τότε είναι αδύνατον να γίνει δούλος και έρμαιο των διαφόρων κατασκευασμένων κοινωνικών και οικονομικών θεωριών. Γι’ αυτόν τον λόγο, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο μαρξισμός επιδιώκουν την συνολική καταστροφή των αγροτών και του κόσμου που αυτοί έχουν δημιουργήσει. Ασχολούμενοι σ’ αυτό το κείμενο με την μαρξιστική αντιαγροτική θέση, ο κομμουνισμός θεωρεί ότι οι αγρότες, ακριβώς επειδή είναι αυστηρά
προσηλωμένοι στην έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας σ’ ό,τι αφορά την καλλιεργήσιμη γη τους, αποτελούν αυτόματα «αντιδραστική τάξη», η οποία δρα υπέρ του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και η «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» είναι αδύνατη, εάν προηγουμένως δεν εξαφανιστεί, ως τάξη, ο αγροτικός κόσμος.
Ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» της γεωργίας επιτυγχάνεται με την μετατροπή των αγροτών σε ακτήμονες ημερομίσθιους εργάτες. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα υποστηρίζει ο Λένιν το 1920, στην έκθεσή του προς το 8ο συνέδριο των Σοβιέτ: «Όσο θα ζούμε σε μια χώρα μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, ο καπιταλισμός θα έχει στην Ρωσία σταθερότερη οικονομική βάση από τον κομμουνισμό. Αν δεν παύσει να υπάρχει η μικρή ατομική καλλιέργεια, δεν θα έχουμε εξαφανίσει την βάση του εσωτερικού εχθρού». Ο Λένιν, γνωρίζοντας ότι η κατάργηση των αγροτών ως τάξη, η οποία αριθμούσε εκατομμύρια μέλη, θα ήταν προσπάθεια πολύ δυσκολότερη από την ανατροπή και καταστροφή των ολίγων γαιοκτημόνων, τόνιζε ότι για την εξαφάνιση των αγροτών χρειαζόταν μια «δεύτερη επανάσταση». Στο έργο του «Οικονομία και Πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου» (1919) γράφει: «Πρώτα έπρεπε να ανατρέψουμε τους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές. Αυτό το πραγματοποιήσαμε. Αλλά, είναι μόνο ένα μέρος των καθηκόντων μας και μάλιστα όχι το δυσκολότερο. Οφείλουμε να προχωρήσουμε στην κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα στον εργάτη και στον αγρότη, μετατρέποντάς τους όλους σε εργάτες». Συνακόλουθος αυτών των απόψεων ήταν και ο Τρότσκι, ο οποίος διακήρυττε ότι: «Οικοδόμηση του σοσιαλισμού σημαίνει εμφύλιος πόλεμος εναντίον των αγροτών». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Στάλιν, ο οποίος υποστήριζε ότι: «Είναι αδύνατον το σοβιετικό καθεστώς να στηρίζεται επ’ άπειρον σε δύο διαφορετικά και άνισα πόδια, δηλαδή στην κρατικοποιημένη μεγάλη βιομηχανία και στην ατομική μικρή γεωργία. Άρα η δεύτερη πρέπει να εκλείψει».
Κατά την περίοδο του λεγομένου «πολεμικού κομμουνισμού», ο Λένιν είχε κηρύξει ανηλεή πόλεμο εναντίον των αγροτών, αρπάζοντάς τους με την βία όλο το προϊόν της εργασίας τους. Αυτό, άλλωστε, υπήρξε και η βασική αιτία του μεγάλου λιμού του 1921-23. Με την ΝΕΠ, το καθεστώς έκανε κάποιες υποχωρήσεις προς τους αγρότες, γεγονός το οποίο επέτρεψε μια σχετική αποκατάσταση της ρωσικής οικονομίας. Οι σοβιετικοί εγκέφαλοι, όμως, έβλεπαν με ανησυχία την παροδική ανακούφιση των αγροτών. Πνιγμένοι μέσα στον βάλτο της κομμουνιστικής ιδεοληψίας τους θεωρούσαν ότι η ελεύθερη αγροτική παραγωγή αναγεννά αυτομάτως τον καπιταλισμό, γιατί αυτή δημιουργεί εύπορους χωρικούς («κουλάκους»), που βαθμιαία μετατρέπονται σε καπιταλιστές. Καθώς η ΝΕΠ ήταν μια εντελώς προσωρινή (και αποπροσανατολιστική) υποχώρηση, το 1929 άρχισε νέα επίθεση κατά των αγροτών. Μια επίθεση με σκοπό την πλήρη κατάργηση της ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας και την εξαφάνιση των αγροτών ως ανεξάρτητων ελευθέρων μικροπαραγωγών. Στην θέση της ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας έπρεπε να έρθουν τα κολχόζ και τα σοβχόζ. Με την κολεκτιβοποίηση, το κομμουνιστικό καθεστώς ήθελε, όχι μόνο να εξαλείψει κάθε δυνατότητα «αναγέννησης του καπιταλισμού», αλλά και να εξουδετερώσει τους αγρότες σαν κοινωνική, πολιτική και οικονομική δύναμη, θέτοντάς τους κάτω από τον πλήρη έλεγχό του. Η κολεκτιβοποίηση, η οποία πραγματοποιήθηκε με όλα τα μέσα, με κυριότερο από αυτά την τρομοκρατία, ολοκληρώθηκε το 1932.
Η κομμουνιστική στρατηγική βασιζόταν στην προσπάθεια διαίρεσης των αγροτών σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τους φτωχούς, τους μεσαίους και τους πλούσιους (τους «κουλάκους», δηλαδή). Το κόμμα έστρεψε αρχικά τα πυρά του εναντίον των «κουλάκων», με σκοπό να τους εξοντώσει αμείλικτα, όχι μόνο κοινωνικά και οικονομικά, αλλά και ως φυσικά πρόσωπα. Στην επιχείρηση εναντίον των «κουλάκων», το κόμμα θα προχωρούσε στηριζόμενο με τον πλέον ύπουλο τρόπο στην συμμαχία των φτωχών και στην φιλική ουδετερότητα των μεσαίων αγροτών. Όμως, μετά την «τακτοποίηση» των «κουλάκων» θα ερχόταν η σειρά των μεσαίων αγροτών που θα έπρεπε να κολεκτιβοποιηθούν. Και τέλος, θα ήταν η σειρά των φτωχών αγροτών, οι οποίοι επίσης θα εντάσσονταν στα κολχόζ υποχρεωτικά. Με την τακτική αυτή, το κομμουνιστικό καθεστώς επεδίωκε την διάσπαση των αγροτών σε αλληλομαχόμενες μερίδες, ώστε να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την επίθεση των μπολσεβίκων.
Αρχικά, λοιπόν, η κύρια επίθεση εστράφη εναντίον των «κουλάκων», οι οποίοι, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, ήσαν περίπου 6 εκατομμύρια άτομα. Η κυβερνητική κομμουνιστική προπαγάνδα καλούσε τους φτωχούς και τους μεσαίους αγρότες να μπουν «εθελοντικά» στα κολχόζ, τους διαβεβαίωνε ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει κανείς και τους καλούσε να μετάσχουν κι αυτοί ενεργά στην βίαιη απαλλοτρίωση της περιουσίας των «κουλάκων». Στην πραγματικότητα, όμως, η επίθεση στρεφόταν εναντίον όλων των αγροτών και ο κάθε κάτοικος της υπαίθρου, που ήταν αντιτιθέμενος στο κομμουνιστικό καθεστώς, χαρακτηριζόταν αμέσως ως «κουλάκος» κι αυτός και εξοντωνόταν. Την 1η Φεβρουαρίου 1930, με κυβερνητικό διάταγμα, δόθηκε το δικαίωμα σε όλες τις τοπικές αρχές να εξοντώνουν με οποιοδήποτε μέσο τους «κουλάκους». Μπορούσαν να κατάσχουν τις περιουσίες τους και να συλλαμβάνουν, να εκτοπίζουν ή και να εκτελούν ακόμη τόσο τους ίδιους όσο και τις οικογένειές τους. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης αυτής στάλθηκαν στην ύπαιθρο 60.000 στελέχη του κόμματος και της νεολαίας, που μαζί με τις τοπικές οργανώσεις, την αστυνομία και τον στρατό, διηύθυναν τις επιχειρήσεις για τον αφανισμό των «κουλάκων» και την ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας. Εννοείται ότι τα κομματικά στελέχη που προέρχονταν από τις πόλεις δεν είχαν την παραμικρή ιδέα από την αγροτική οικονομία, προκαλώντας με τις ενέργειές τους ένα πραγματικά απόλυτο χάος. Άλλωστε, χαρακτηρίζονταν ως «κουλάκοι» και εξοντώνονταν όλα τα πιο έξυπνα, μορφωμένα και δραστήρια μέλη του αγροτικού κόσμου, καθώς ένας από τους πλέον βασικούς σκοπούς της κολεκτιβοποίησης ήταν και η εξάλειψη κάθε είδους πολιτικής αντίδρασης στα χωριά.
Όταν τα αποτελέσματα της κολεκτιβοποίησης έδειξαν το πραγματικά σκληρό, απάνθρωπο και αντιαγροτικό πρόσωπό της, οι αγρότες ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν τα χωράφια τους, τα ζώα τους, τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, την Τιμή και την Αξιοπρέπειά τους. Τα ξεσηκωμένα χωριά κυκλώνονταν από στρατό και κομματική αστυνομία, ενώ συχνά βομβαρδίζονταν από αεροπλάνα. Αρκετά απ’ αυτά ισοπεδώνονταν εξ ολοκλήρου από τανκς ή παραδίδονταν στις φλόγες. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες φορτώνονταν με την βία σε φορτηγά-βαγόνια και στέλνονταν σε μακρινές ακατοίκητες και αφιλόξενες κλιματολογικά περιοχές της Σιβηρίας. Οι πληθυσμοί ολόκληρων περιοχών κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεκάδες χιλιάδες αγρότες εκτοπίζονταν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, ενώ άλλοι τουφεκίζονταν επί τόπου. Μπροστά σ’ αυτήν την φρικτή κατάσταση, με την ακόμη πιο ζοφερή προοπτική για το μέλλον, οι αγρότες προτιμούσαν, αντί να τους τα πάρει το κράτος, να σφάζουν οι ίδιοι τα ζώα τους, να καίνε την σοδειά τους και τα σπίτια τους, να ξεπουλούν ή να κρύβουν τα υπάρχοντά τους. Ο ζωικός πλούτος της χώρας καταστράφηκε και η ρωσική ύπαιθρος μετετράπη σε καμένη γη. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το ότι τα άλογα, τα οποία αποτελούσαν τον βασικό κινητήριο μοχλό της ρωσικής γεωργίας, μειώθηκαν από 34.000.000 σε μόλις 16.000.000 το 1933!
Ακόμη και ο εξυμνητής του Στάλιν, συγγραφέας Β. Ντουραντύ, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι «Κάθε χωριό στην Ρωσία υπήρξε το θέατρο σφοδρών εσωτερικών συγκρούσεων. Τα ζώα σφάζονταν ή αφήνονταν να ψοφήσουν. Γεννήματα, αποθήκες, σπίτια καίγονταν. Όπως είδα με τα μάτια μου, το 1939 υπήρχαν ακόμη μεγάλες περιοχές όπου η ερημιά και η εγκατάλειψη είχαν αντικαταστήσει τα άλλοτε καλλιεργημένα χωράφια. Το καλοκαίρι του 1939 διέσχισα κάπου 400 χιλιόμετρα από το Ροστώβ ως το Κρασνοντάρ, όπου η γη ήταν ακαλλιέργητη και τα χωριά ακατοίκητα».
Με την μέθοδο της βίαιης και εξαναγκαστικής κολεκτιβοποίησης, τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά της Ρωσίας, που ξεπερνούσαν τα 25 εκατομμύρια, αντικαταστάθηκαν από το 1933 από 250.000 μεγάλα κρατικοποιημένα αγροκτήματα (κολχόζ και σοβχόζ). Με τον τρόπο αυτόν, ήταν ευκολότερο για το κομμουνιστικό καθεστώς να ελέγχει τόσο την αγροτική παραγωγή όσο και τους ίδιους τους αγρότες. Μπορούσε να συγκεντρώνει την σοδειά, έστω και αν αυτή ήταν μικρότερη από άλλοτε, και να εξασφαλίζει την τροφοδοσία κατά πρώτο λόγο των κομματικών στελεχών, της αστυνομίας, του στρατού και κατά δεύτερο λόγο του πληθυσμού των πόλεων, καθώς και τον εφοδιασμό της βιομηχανίας με πρώτες ύλες αγροτικής προελεύσεως.
Έτσι, λοιπόν, το κομμουνιστικό καθεστώς πήρε από τους αγρότες όχι μόνο την γη εκείνη που προσωρινά είχαν πάρει το 1917 με το οκτωβριανό πραξικόπημα, αλλά ακόμη και εκείνη που είχαν πάρει με την απελευθέρωση των δουλοπαροίκων του 1861 και τις μετέπειτα (πάντοτε επί τσαρικής εποχής) διαδοχικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις.
Επομένως, στην πράξη ο κομμουνισμός υπήρξε ο αφανιστής του αγροτικού κόσμου, όπου μπόρεσε να πάρει την εξουσία. Οι ψευδείς κραυγές των απανταχού ανά την υφήλιο μπολσεβίκων υπέρ «της μεσαίας και φτωχής αγροτιάς» δεν αποτελούν τίποτα άλλο από την ύπουλη παγίδα που έχουν στήσει οι κομμουνιστές εναντίον των αγροτών συνολικά, καθώς τους θεωρούν ως ένα από τα πλέον σημαντικά και σοβαρά εμπόδια για την ολοκλήρωση της προλεταριοποίησης στον εφιαλτικό μπολσεβικικό κόσμο τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
No comments:
Post a Comment